Περί εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας Κρήτης

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4/2015
Φ.Ε.Κ. 57 Α´/15.6.2015

Κώδικας περί εκκλησιαστικών υπαλλήλων
της Εκκλησίας Κρήτης

Έχουσα υπ’ όψη:

  1. Τους Θείους και Ιερούς Κανόνες.
  2. Τις διατάξεις του Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων» (Φ.Ε.Κ. 41/Α’/16.3.1961).
  3. Την παρ. 6 του άρθρου 43 του Ν. 3848/2010, (Φ.Ε.Κ. 71/Α’/19.5.2010).
  4. Τον υπ’ αριθμ. 1/2013 Κανονισμό «Περί Εφημερίων και Διακόνων» της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΦΕΚ 65/Α΄/12.3.2013).
  5. Τον υπ’ αριθμ. 2/2014 Κανονισμό «Περί συγκρότησης, σύγκλησης, λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των Μητροπολιτικών Συμβουλίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Κρήτης» της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΦΕΚ 66/Α’/12.3.2014).
  6. Την υπ΄ αριθμ. 271/14-5-2015 απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
  7. Τις υπ΄ αριθμ. 2/18-12-2014 και 3/8-6-2015 αποφάσεις της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.
  8. Το γεγονός ότι εκ του παρόντος Κανονισμού δεν προκαλείται δαπάνη, η οποία να βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ψηφίζει:

Τον υπ’ αριθμ. 4/2015 Κανονισμό ο οποίος έχει ως εξής:
—————————-

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4/2015
Κώδικας περί εκκλησιαστικών υπαλλήλων
της Εκκλησίας Κρήτης

Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής

α. Με τον παρόντα Κώδικα θεσπίζονται οι κανόνες, οι οποίοι διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας Κρήτης.

β. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται όλοι οι υπάλληλοι που έχουν οποιαδήποτε σχέση εργασίας με τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου της Εκκλησίας Κρήτης, της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης, των Ιερών Μονών, των Ενοριών, των Ο.Δ.Μ.Π. Νομών Ηρακλείου, Χανίων, Ρεθύμνης και Λασιθίου, του Κ.Ε.Σ. των Ο.Δ.Μ.Π. Κρήτης και κάθε Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, της Εκκλησίας Κρήτης, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

γ. Στον παρόντα Κώδικα δεν υπάγονται οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι της Εκκλησίας Κρήτης, οι ιεροψάλτες, οι νεωκόροι, οι ευπρεπιστές και το λοιπό βοηθητικό προσωπικό των Ιερών Μονών και Ενοριών, καθώς και το πάσης φύσεως προσωπικό της Εκκλησιαστικής Παιδείας.

Άρθρο 2
Υπηρεσιακά Συμβούλια

Το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο λειτουργεί και ως υπηρεσιακό συμβούλιο για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης.

Τα πολυμελή όργανα διοικήσεως των λοιπών Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας Κρήτης, λειτουργούν και ως υπηρεσιακά συμβούλια για τους υπαλλήλους που υπηρετούν εις αυτά.

Άρθρο 3
Προσόντα Διορισμού

Ως εκκλησιαστικοί υπάλληλοι διορίζονται, από τα αρμόδια όργανα διοικήσεως των ως άνω νομικών προσώπων της Εκκλησίας Κρήτης, Έλληνες πολίτες ή πολίτες κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δύνανται επίσης να διορισθούν και πολίτες τρίτων χωρών, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, εγκεκριμένης από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης.

Για να διορισθεί κάποιος ως εκκλησιαστικός υπάλληλος πρέπει:

α. Να είναι απαραίτητα Χριστιανός Ορθόδοξος.

β. Να έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και να μην έχει υπερβεί το 50ο.

γ. Να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή να έχει απαλλαγεί νόμιμα από αυτές.

δ. Να έχει τη σωματική αρτιμέλεια και την υγεία που θα του επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης, πιστοποιούμενη από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο όπου θα περιγράφονται τα καθήκοντα της θέσης.

ε. Να μην έχει καταδικασθεί από Εκκλησιαστικό Δικαστήριο σε οποιαδήποτε ποινή.

στ. Να μην έχει καταδικασθεί για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεσfη (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία, κατάχρηση εξουσίας ή θέσεως, παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα περί τη γενετήσια ζωή. Να μην είναι υπόδικος που έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για κακούργημα ή για τα ως άνω πλημμελήματα, έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί. Να μην έχει, λόγω καταδίκης, στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Να μην τελεί υπό στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική).

ζ. Να μην έχει απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή από άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου.

Τα ως άνω τυπικά προσόντα πρέπει να συντρέχουν τόσο κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, όσο και κατά την ημέρα διορισμού του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.

Άρθρο 4
Διαδικασία επιλογής και διορισμού των εκκλησιαστικών υπαλλήλων

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι διορίζονται είτε απευθείας, κατόπιν γραπτής εισηγήσεως του Προέδρου του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και αποφάσεως του οικείου Συμβουλίου, είτε κατόπιν διαγωνισμού, ο οποίος διεξάγεται από εξεταστική επιτροπή, η οποία συνιστάται επί τούτου με απόφαση του οικείου Συμβουλίου.

Η εξεταστέα ύλη, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κατάταξης των υποψηφίων και ο χρόνος διεξαγωγής του διαγωνισμού καθορίζονται με απόφαση του οικείου Συμβουλίου και δημοσιεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες προ της διενέργειας του διαγωνισμού στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος» ή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση www.ekklisiakritis.com. Περίληψη της πράξης διορισμού δημοσιεύεται ωσαύτως, εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς της, στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος» ή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης στο διαδίκτυο, στην παραπάνω διεύθυνση.
Εάν η πλήρωση θέσεως εκκλησιαστικού υπαλλήλου με τακτικό υπάλληλο καθίσταται δυσχερής, επιτρέπεται η ανάθεση των σχετικών καθηκόντων σε κληρικό ή μοναχό της Εκκλησίας Κρήτης, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως του οικείου Συμβουλίου και προηγουμένης εγκρίσεως του Αρχιερέα εις την Ιερά Μητρόπολη του οποίου υπηρετεί ο ως άνω κληρικός ή μοναχός. Για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με σχετική απόφαση του οικείου Συμβουλίου. Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι της κατηγορίας αυτής δύνανται να απολυθούν για τους λόγους που απολύονται και οι τακτικοί εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, καθώς επίσης και εάν κοινοποιηθεί προς το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο πράξη του οικείου Αρχιρέως, με την οποία τούτοι εντέλλονται να επιστρέψουν στη Μονή της μετανοίας τους ή στην Ενορία τους, προκειμένου να ασκήσουν καθήκοντα τα οποία θα καθιστούν αδύνατη την παράλληλη άσκηση των υπαλληλικών τους καθηκόντων.

α. Ο όρκος του εκκλησιαστικού υπαλλήλου δίδεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη διορισμού.

β. Ο όρκος του λαϊκού εκκλησιαστικού υπαλλήλου έχει ως εξής: “Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη εις την πατρίδα, υπακοή εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους, αφοσίωση εις την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.”

γ. Ο κληρικός εκκλησιαστικός υπάλληλος, αντί όρκου, δίδει διαβεβαίωση στην ιερωσύνη του με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Διαβεβαιώ εις την ιερωσύνη μου ότι θα φυλάττω πίστη εις την πατρίδα, υπακοή εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους, αφοσίωση εις την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.”

δ. Ο αλλαδαπός, λαϊκός ή κληρικός εκκλησιαστικός υπάλληλος, δίδει όρκο ή διαβεβαίωση με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Ορκίζομαι [ή διαβεβαιώ εις την ιερωσύνη μου] ότι θα φυλάττω πίστη εις την Ελλάδα, υπακοή εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους, αφοσίωση εις την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.”

ε. Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό που χρονολογείται και υπογράφεται από το όργανο, ενώπιον του οποίου δόθηκε ο όρκος ή η διαβεβαίωση, και από τον ορκισθέντα εκκλησιαστικό υπάλληλο.

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι που διορίζονται σε οργανικές θέσεις, διανύουν δύο έτη δοκιμαστικής υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της οποίας απολύονται για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους, μετά από απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

Άρθρο 5
Ατομικός φάκελος του εκκλησιαστικού υπαλλήλου

1. Ο ατομικός φάκελος συγκροτείται μετά το διορισμό του εκκλησιαστικού υπαλλήλου και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση.

Ειδικότερα, ο ατομικός φάκελος περιλαμβάνει:

α) Τα στοιχεία ταυτότητας του υπαλλήλου, τα στοιχεία της συζύγου και των τέκνων του, καθώς και δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται από τον υπάλληλο με υπεύθυνη δήλωση που υποβάλλει στην υπηρεσία του κατά το διορισμό του. Με τον ίδιο τρόπο δηλώνεται υποχρεωτικά κάθε ουσιώδης μεταβολή των στοιχείων αυτών.

β) Τους τίτλους σπουδών ή άλλα τυπικά προσόντα.

γ) Αποφάσεις, έγγραφα ή άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεσιακή γενικά κατάσταση και δραστηριότητα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων.

δ) Κάθε άλλο στοιχείο που ο εκκλησιαστικός υπάλληλος καταθέτει ο ίδιος στην υπηρεσία του ζητώντας να συμπεριληφθεί στον ατομικό του φάκελο, εφόσον σχετίζεται με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είναι πρόσφορο για την αξιολόγηση του.

2. Κάθε υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση του ατομικού φακέλου του.

3. Η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να τηρεί, να φυλάσσει και να ενημερώνει τον ατομικό φάκελο του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.

4. Ο ατομικός φάκελος του εκκλησιαστικού υπαλλήλου τίθεται υπόψη του υπηρεσιακού συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλου οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια υπηρεσιακών κρίσεων και αξιολογήσεων.

Άρθρο 6
Καθήκοντα και υποχρεώσεις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να εκτελεί ευόρκως τις αποφάσεις του νομικού προσώπου της Εκκλησίας Κρήτης στο οποίο υπηρετεί. Οφείλει να συμπεριφέρεται με σεβασμό και εκκλησιαστικό ήθος προς όλους, εντός και εκτός της υπηρεσίας του.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και για τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις εντολές των προϊσταμένων του. Οταν όμως εκτελεί εντολή την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτέλεση, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του προς το διοικούν το νομικό πρόσωπο όργανο και να εκτελέσει την εντολή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητάς του. Σε περιπτώσεις υπηρεσιακής ανάγκης, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας.

α. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να παρέχει την εργασία του κατά το ωράριο που καθορίζεται από τον προϊστάμενό του, σύμφωνα με την ειδικότητά του και της ανάγκες της υπηρεσίας του.

β. Εφόσον έκτακτες και εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να εργαστεί και πέραν του καθορισμένου ωραρίου του. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον υπάλληλο αποζημίωση σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

γ. Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, των οποίων η ειδικότητα απαιτεί απασχόληση και σε μη εργάσιμες ημέρες ή πέραν του ωραρίου (π.χ. οδηγοί Αρχιερέων), δικαιούνται την χορήγηση ισόχρονης ημερήσιας ανάπαυσης, εντός των επόμενων πέντε εργασίμων ημερών.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για τα θέματα και τις πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως, κατά το διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, της συζύγου και των παιδιών του, εφόσον είναι προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μεταβολή της. Οποιαδήποτε αγορά κινητών σημαντικής αξίας ή ακινήτων, από τον εκκλησιαστικό υπάλληλο ή τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, αιτιολογείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Κάθε τρία χρόνια το αρμόδιο νομικό πρόσωπο στο οποίο υπηρετεί ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται να ζητεί από τους υπαλλήλους του να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή ή μη της περιουσιακής κατάστασης των ιδίων και των μελών της οικογένειάς τους, κατά τα ανωτέρω. Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του εκκλησιαστικού υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν δύναται να επιληφθεί, ατομικά ή ως μέλος συλλογικού οργάνου, υπηρεσιακών ζητημάτων για τα οποία έχει πρόδηλο συμφέρον ή που αφορούν συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τρίτου βαθμού.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο επ’ αμοιβή, εκτός και αν λάβει ειδική προς τούτο άδεια από το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου στο οποίο υπηρετεί και εφόσον το έργο τούτο δεν αντίκειται στα καθήκοντα της θέσης όπου υπηρετεί. Επίσης, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να ασκεί εμπορία ή να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να διορισθεί σε άλλη θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εκκλησιαστικός υπάλληλος ο οποίος διορίζεται σε δεύτερη θέση και αποδέχεται το διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτείται αυτοδίκαια από την πρώτη θέση.

Κάθε εκκλησιαστικός υπάλληλος, ο οποίος εισπράτει ή διαχειρίζεται χρήματα ή την περιουσία εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, καθίσταται υπόλογος και υπόκειται σε διαχειριστικό έλεγχο και λογοδοσία ως προς την διαχειριστική του ευθύνη.

Αρθρο 7
Αστική ευθύνη

1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο υπηρετεί για κάθε ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του.

2. Αν περισσότεροι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, ευθύνονται αδιαιρέτως και εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου.

3. Η αξίωση του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου κατά υπαλλήλων του για αποζημίωση παραγράφεται σε πέντε έτη. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει αφότου το αρμόδιο όργανο για την υποβολή της αίτησης καταλογισμού έλαβε γνώση της ζημίας.

Άρθρο 8
Τοποθέτηση και υπηρεσιακή κατάσταση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου

1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος τοποθετείται, μετά τον διορισμό και την ορκωμοσία του, στην θέση για την οποία προσελήφθη, με απόφαση του διοικούντος το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο οργάνου.

2. Μετακίνηση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου σε άλλη θέση, αντίστοιχης βαθμίδας, του ιδίου νομικού προσώπου, πραγματοποιείται με απόφαση του διοικούντος το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο οργάνου.

3. Απόσπαση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, σε θέση αντίστοιχης βαθμίδας άλλου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Εκκλησίας Κρήτης επιτρέπεται μόνο για λόγους σοβαρής υπηρεσιακής ανάγκης, κατόπιν σχετικής απόφασης των οργάνων διοικήσεως των οικείων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται να αιτηθεί την απόσπασή του και για σοβαρούς προσωπικούς λόγους, εφόσον όμως οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν. Η διάρκεια της απόσπασης δεν δύναται να υπερβαίνει συνολικά τα δύο έτη, ενώ δύναται, με αίτηση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, να παραταθεί για ένα ακόμη έτος. Ο υπάλληλος επιστρέφει αυτοδικαίως στην θέση του, μετά το πέρας της περιόδου της απόσπασης. Μετά την συμπλήρωση τριετούς απόσπασης σε οποιαδήποτε θέση, συνεχώς ή διεκεκομμένως, δεν επιτρέπεται η εκ νέου απόσπαση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, πριν την πάροδο τριετίας από τη λήξη της τελευταίας απόσπασης.

Με πράξη του οικείου Αρχιερέως, απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και έγκριση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, δύναται να διατίθενται εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, λαϊκοί, και κληρικοί, στην Πατριαρχική Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης, στην Πατριαρχική Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης, καθώς και σε άλλους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ευρίσκονται στα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας Κρήτης, για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους.

4. Μετάταξη του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, σε θέση αντίστοιχης βαθμίδας άλλου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Εκκλησίας Κρήτης, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, επιτρέπεται κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου, με την έκδοση σχετικής απόφασης του διοικούντος το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο οργάνου και σύμφωνης γνώμης του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, εφόσον κριθεί ότι η μετάταξη δεν θα διαταράξει ουσιωδώς την λειτουργία του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου από το οποίο θα μεταταγεί ο υπάλληλος. Δεν επιτρέπεται μετάταξη εκκλησιαστικού υπαλλήλου προ της συμπληρώσεως τριών ετών από του διορισμού του.

5. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση απόσπασης ή μετάθεσής του προς τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή προς Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή προς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ευρισκόμενα εκτός της κανονικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας Κρήτης.

Αρθρο 9
Δικαίωμα σε μισθό

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό.

Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των εκκλησιαστικών υπαλλήλων δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης.

Η αξίωση του υπαλλήλου για το μισθό αρχίζει από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Η αξίωση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου για μισθό παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης.

Δεν οφείλεται μισθός όταν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος από υπαιτιότητΆ του δεν παρέσχε υπηρεσία καθόλου ή εν μέρει. Η περικοπή του μισθού στις περιπτώσεις αυτές ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να ειδοποιήσει ο προϊστάμενος του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος. Κατά της πράξης αυτής, η οποία κοινοποιείται με απόδειξη στον υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα ημέρες από την κοινοποίηση. Η άσκηση της προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται οριστικώς.

Σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας απολύσεως του υπαλλήλου λόγω ανίατης ασθένειας, καταβάλλεται ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας ως τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, όχι όμως πέρα από έξι μήνες από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας ή της διαθεσιμότητας.

Άρθρο 10
Δικαίωμα άδειας

Α. Δικαίωμα κανονικής άδειας

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές, δύο μήνες μετά το διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση ενός έτους πραγματικής υπηρεσίας.

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους πραγματικής υπηρεσίας, δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε εργασίμων ημερών και είκοσι τέσσερις εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα έξι εργασίμων ημερών. Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε ή τριάντα εργασίμων ημερών προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας, αντίστοιχα.

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δικαιούνται την άδεια που προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα εργατική νομοθεσία.

Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και λόγω εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών, ο διοικών το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δικαιούται να αρνηθεί την χορήγηση ή να ανακαλέσει την χορηγηθείσα κανονική άδεια.

Β. Δικαίωμα ειδικής άδειας

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα άδειας απουσίας με αποδοχές πέντε εργασίμων ημερών σε περίπτωση γάμου και τριών εργασίμων ημερών σε περίπτωση θανάτου συζύγου τους ή και συγγενούς έως και β’ βαθμού. Επίσης δικαιούνται, κατόπιν τεκμηριωμένης αίτησής τους, ειδική άδεια με αποδοχές διάρκειας μίας έως τριών ημερών κατά περίπτωση, για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ή για τη συμμετοχή σε δίκη ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.

Στον πατέρα υπάλληλο χορηγείται άδεια δύο ημερών σε περίπτωση γέννησης τέκνου. Η άδεια αυτή χορηγείται και στην περίπτωση υιοθεσίας.

Επιτρέπεται η χορήγηση στον εκκλησιαστικό υπάλληλο, μετά από αίτηση του, άδειας χωρίς αποδοχές, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους.

Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας χωρίς αποδοχές συνολικής διάρκειας έως ενός έτους, ύστερα από αίτηση τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν.

Στις εκκλησιαστικές υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν, χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση απόκτησης τέκνου πέραν του τρίτου, η μετά τον τοκετό άδεια προσαυξάνεται κάθε φορά κατά δύο μήνες. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού.

Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί αρχικά, η άδεια που είχε χορηγηθεί, παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλιστεί συνολικός χρόνος άδειας πέντε μηνών.

Σε κυοφορούσες εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που έχουν ανάγκη ειδικής θεραπείας, μετά την εξάντληση της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται κανονική άδεια κυοφορίας με αποδοχές, μετά από βεβαίωση διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής ή τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.

Στις υπαλλήλους που υιοθετούν τέκνο, χορηγείται άδεια τριών μηνών με πλήρεις αποδοχές εντός του πρώτου εξαμήνου μετά την περαίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας. Ένας μήνας από την άδεια αυτή μπορεί να καλύπτει απουσία της υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας διάστημα.

Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας μπορεί να χορηγούνται στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους για συμμετοχή σε συνέδρια, συνδιασκέψεις, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται συμφέρουσα για το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο όπου υπηρετούν.

Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που είναι μαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές, προπτυχιακοί ή μεταπτυχιακοί, σε σχολεία και ιδρύματα και των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης, χορηγείται άδεια σπουδών και εξετάσεων με αποδοχές. Η άδεια σπουδών και εξετάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες κάθε έτος και χορηγείται συνεχώς ή τμηματικώς κατά την περίοδο που ζητά ο ενδιαφερόμενος. Οι άδειες σπουδών και εξετάσεων χορηγούνται για το προβλεπόμενο από το πρόγραμμα σπουδών χρόνο φοίτησης και για μέχρι δύο το πολύ εξάμηνα μετά τη λήξη του, εφόσον ο υπάλληλος εξακολουθεί να φοιτά. Για την χορήγησή τους απαιτείται βεβαίωση της Γραμματείας του εκπαιδευτικού ιδρύματος όπου φοιτά ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, στην οποία να βεβαιώνεται η παρακολούθηση μαθημάτων ή η συμμετοχή σε εξετάσεις, κατά το διάστημα της χορηγηθείσας άδειας.

Γ. Δικαίωμα αναρρωτικής άδειας

Στον εκκλησιαστικό υπάλληλο που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται αναρρωτική άδεια με αποδοχές, διάρκειας τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα μήνες.

Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος. Υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας έξι μηνών, δικαιούται να λάβει τις βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες που προβλέπονται. Μετά την εξάντλησΉ τους, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια άνευ αποδοχών.

Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας που προηγήθηκαν της άδειας.

Στον υπάλληλο που πάσχει από δυσίατο νόσημα, χορηγείται αναρρωτική άδεια, της οποίας η διάρκεια είναι διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων παραγράφων. Τα δυσίατα νοσήματα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Η αναρρωτική άδεια χορηγείται ανά μήνα, με εξαίρεση την περίπτωση των δυσίατων νοσημάτων, όπου χορηγείται ανά εξάμηνο κατ΄ ανώτατο όριο.

Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται με γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού, έως οκτώ ημέρες συνολικά κατ΄ έτος. Δύο ημέρες βραχυχρόνιας αναρρωτικής άδειας, αλλά όχι συνεχόμενες, μπορούν να χορηγηθούν με υπεύθυνη δήλωση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, ο οποίος κωλύεται να προσέλθει στην εργασία του λόγω ασθενείας, ενημερώνει την υπηρεσία για την αδυναμία αυτή την ίδια ημέρα.

Η υπηρεσία χορηγεί την αναρρωτική άδεια ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου. Η αίτηση για αναρρωτική άδεια υποβάλλεται εντός επτά ημερών από την απουσία του υπαλλήλου λόγω ασθενείας. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, που δεν οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, γίνεται ανάλογη περικοπή της αναρρωτικής άδειας με ευθύνη του οργάνου που είναι αρμόδιο για την έκδοση της απόφασης χορήγησΉς της. Η υπηρεσία σε όλως ειδικές περιπτώσεις μπορεί να κινεί τη διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας αυτεπαγγέλτως.

Αναρρωτική άδεια πέραν των οκτώ ημερών κατ΄ έτος χορηγείται ύστερα από γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με εξαίρεση την περίπτωση που η άδεια χορηγείται βάσει γνωμάτευσης του διευθυντή κλινικής δημοσίου νοσοκομείου και εφόσον πρόκειται για νοσηλεία επτά τουλάχιστον ημερών ή κατόπιν χειρουργικής επέμβασης.

Δ. Άδειες υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
Οι υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δικαιούνται τις άδειες που προβλέπονται από την ισχύουσα εργατική νομοθεσία και από την σύμβασή τους.

Άρθρο 11
Διαθεσιμότητα

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος τίθεται αυτεπάγγελτα ή με αίτησή του σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας που δικαιούται, είναι όμως, κατά την εκτίμηση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη. Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος, ενώ για τα δυσίατα νοσήματα τα δύο έτη. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτησή του ή αυτεπάγγελτα και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας.

Η πράξη θέσης του εκκλησιαστικού υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία, εκδίδεται από τον Πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.

Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται για βαθμολογική εξέλιξη.

Ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας δικαιούται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του.

Άρθρο 12
Ηθικές αμοιβές

Για πράξεις εξαιρετικές κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, που δεν επιβάλλονται από τα καθήκοντα τους, καθώς και για την κοινωνική τους δράση, δύναται να απονεμηθεί στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους εύφημος μνεία ή έπαινος από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο, κατόπιν εισηγήσεως του οικείου Αρχιερέως.

Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, που αποχωρούν μετά από τριακονταετή τουλάχιστον ευδόκιμο υπηρεσία, μπορεί να απονεμηθεί, κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, ο τίτλος της θέσεως την οποία κατείχαν επί τιμή, με σχετική απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Η χορήγηση του επιτίμου τίτλου μνημονεύεται στην πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσης και δημοσιεύεται μετ’ αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 13
Αργία

Α. Αυτοδίκαιη αργία

1. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία:

α) Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης,

β) ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτησή του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους,

γ) ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

δ) ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής ή της προσωρινής παύσης, και

ε) ο υπάλληλος ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄, ε΄, θ΄, ι΄, ιβ΄, ιε΄, ιθ΄ και κα΄ της παρ. 2 του άρθρου 15 του παρόντος.

2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντα του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Ειδικότερα:

α. Υπάλληλος ο οποίος τέθηκε σε αργία στις περιπτώσεις α’ έως γ’ της παραγράφου 1 ασκεί εκ νέου τα καθήκοντα του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

β. Η αργία της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πειθαρχικής απόφασης και λήγει με την έναρξη της εκτέλεσης της πειθαρχικής ποινής της οριστικής ή προσωρινής παύσης που του επιβλήθηκε ή με την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό ή δικαστικής απόφασης που είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο από την πειθαρχική ευθύνη είτε του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.

γ. Η αργία της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του παραπεμπτηρίου εγγράφου και λήγει με την έκδοση πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που τον απαλλάσσει ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση. Αν του επιβληθεί κάποια από τις ποινές αυτές η αργία συνεχίζεται και λήγει σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση.

3. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία εκδίδεται αμελλητί από τον Πρόεδρο του οργάνου διοίκησης του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Η πράξη επανόδου του εκκλησιαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται από το ίδιο όργανο:

α) μετά από τελεσίδικη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου,

β) μετά από βεβαίωση ότι εκτελέστηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης που έχει επιβληθεί ή μετά από απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστηρίου που απαλλάσσει τον υπάλληλο ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση, ή μετά από σχετική βεβαίωση του προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού, και

γ) μετά από απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλεται πειθαρχική ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση για πειθαρχικό παράπτωμα της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1, ή μετά από σχετική βεβαίωση του προέδρου του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.

4. Ο υπάλληλος επανέρχεται στην υπηρεσία του από την κοινοποίηση σε αυτόν της αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης.

Β. Δυνητική αργία

1. Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή υπηρεσιακοί λόγοι, μπορεί να τεθεί σε αργία ο εκκλησιαστικός υπάλληλος κατά του οποίου:

α) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων του προηγούμενου άρθρου για τις οποίες επιβάλλεται αυτοδίκαιη αργία, ή

β) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για άτακτη διαχείριση, η οποία στηρίζεται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής.

2. Αρμόδιο όργανο για την έκδοση της πράξης με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε αργία είναι ο Πρόεδρος του οργάνου διοίκησης του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντα του αυτοδίκαια από την έκδοση πειθαρχικής απόφασης, η οποία τον απαλλάσσει από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση ή αποδειχθούν αβάσιμες οι ενδείξεις για άτακτη διαχείριση.

3. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και εφόσον διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από τον άμεσο πειθαρχικώς προϊστάμενο του το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του, ακόμη και πριν επιληφθεί το πειθαρχικό συμβούλιο κατά την επόμενη παράγραφο. Κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του ο υπάλληλος δεν προσέρχεται στην υπηρεσία. Η αναστολή άσκησης καθηκόντων του υπαλλήλου αίρεται αυτοδικαίως, εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν επιληφθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο.

4. Εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται αμελλητί και γνωμοδοτεί για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Σε περίπτωση που έχει διαταχθεί το μέτρο της αναστολής των καθηκόντων του υπαλλήλου, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται και γνωμοδοτεί το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από τη λήψη του μέτρου.

5. Μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία και κάθε επόμενο έτος το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτεί για τη συνέχιση ή μη της αργίας.

Γ. Συνέπειες και αποδοχές αργίας

Ο υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.

Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή σε αναστολή άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ένα τρίτο των αποδοχών του. Το υπόλοιπο των αποδοχών του ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί στον υπάλληλο, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον δεν τεθεί σε αργία ή απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.

Άρθρο 14
Αξιολόγηση εκκλησιαστικών υπαλλήλων

Κατ’ έτος συντάσσεται έκθεση αξιολόγησης εκάστου εκκλησιαστικού υπαλλήλου.

Η ανωτέρω έκθεση καταρτίζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου κάθε έτους. Ο τύπος της εν λόγω εκθέσεως ορίζεται με απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

Η έκθεση αξιολόγησης αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αυτής, όλοι οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι αναπτύσσουν σε έκθεση πεπραγμένων, την εν γένει υπηρεσία τους, αλλά και κάθε μεταβολή των τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων. Οι εκθέσεις πεπραγμένων υποβάλλονται προς το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, εντός του μηνός Ιανουαρίου, κάθε έτους. Η μη υποβολή της εν λόγω εκθέσεως δεν αναστέλλει τη διαδικασία αξιολόγησης και λαμβάνεται αρνητικώς υπ’ όψη.

Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης αξιολόγησης, οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, κατόπιν εισηγήσεως του προϊσταμένου τους, αφού ληφθεί υπόψει και ο ατομικός υπηρεσιακός φάκελος τους.

Με τη συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου, προκειμένου να κριθεί και να προαχθεί βαθμολογικώς ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, το υπηρεσιακό συμβούλιο διαμορφώνει την κρίση του, λαμβάνοντας υπ’ όψη όλες τις εκθέσεις αξιολογήσεως του κάθε κρινόμενου, όλων των παρελθόντων ετών, μετά την τελευταία του κρίση.

Τόσο κατά τη σύνταξη της εισήγησης από τον προϊστάμενο του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, όσο και κατά την κρίση περί της προαγωγής αυτού από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ’ όψη τα εξής κριτήρια:

α) Η γνώση του αντικειμένου το οποίο του έχει ανατεθεί, οι τίτλοι σπουδών, η μετεκπαίδευση, η επιμόρφωση, οι μελέτες, τα άρθρα, οι βραβεύσεις.

β) Οι διοικητικές ικανότητες, όπως η ικανότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων κατά την άσκηση της υπηρεσίας του και η ικανή αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων που ανακύπτουν. Η επαγγελματική επάρκεια στο αντικείμενο που του έχει ανατεθεί και η ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων και της εμπειρίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων. Η αποτελεσματικότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων, η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου έργου, η συνέπεια στην τήρηση προθεσμιών.

γ) Το ενδιαφέρον και η δημιουργικότητα, η αφοσίωση στην εργασία, οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες για την βελτίωση της υπηρεσίας του.

δ) Η ευπρεπής συμπεριφορά προς τους πολίτες, η ομαλή επικοινωνία και συνεργασία με τους συναδέλφους και άλλες υπηρεσίες, η κατανόηση και η εφαρμογή των υποδείξεων του προϊσταμένου.

7. Κατά της αποφάσεως του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου για την αξιολόγηση και την περί βαθμολογικής προαγωγής κρίση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, ο τελευταίος δικαιούται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών.

8. Εκκλησιαστικός υπάλληλος, ο οποίος θα αξιολογηθεί κατά τα ανωτέρω, για δύο συνεχή έτη, με συνολικό βαθμό χαμηλότερο του τέσσερα στην δεκάβαθμη κλίμακα, παραπέμπεται αυτοδικαίως στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο, με αιτιολογημένη απόφαση του και μετά από προηγούμενη κλήση αυτού για να παράσχει εγγράφως ή προφορικώς τις αναγκαίες διευκρινίσεις, μπορεί να τον απολύσει ή να τον υποβιβάσει. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να υποβληθεί έφεση ενώπιον της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίησή της στον υπάλληλο.

Άρθρο 15
Πειθαρχικά παραπτώματα

Ως πειθαρχικό παράπτωμα νοείται κάθε υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, που μπορεί να του καταλογισθεί.
Πειθαρχικά παραπτώματα είναι:

α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού,

β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες,

γ) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,

δ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,

ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη για εκκλησιαστικό υπάλληλο συμπεριφορά, εντός ή εκτός υπηρεσίας, και η έλλειψη εκκλησιαστικού φρονήματος,

στ) η παράβαση της αρχής της αμεροληψίας,

ζ) οι εκδηλώσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων που φέρουν την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού, υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων και η ενεργή πολιτική δράση,

η) η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας,

θ) η απείθεια προς την προϊσταμένη αρχή,

ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του, η πλημελλής εκπλήρωση αυτών, ως και η μη τήρηση του υπηρεσιακού ωραρίου από τον υπάλληλο,

ια) η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές, καθώς και η μη έγκαιρη απάντηση σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών,

ιβ) η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων,

ιγ) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο στο οποίο ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υπηρετεί,

ιδ) η άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με απρεπείς εκφράσεις,

ιε) η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου,

ιστ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας,

ιζ) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας,

ιη) η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα, με αφορμή το χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών,

ιθ) η φθορά λόγω δόλου ή βαρείας αμέλειας, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία,

κ) η ανάληψη εργασίας ή έργου με αμοιβή, χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας,

κα) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο εκκλησιαστικού υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως.

Άρθρο 16
Εφαρμογή κανόνων και αρχών του ποινικού δικαίου

1. Οι αρχές και οι κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.

2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:

α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό,

β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,

γ) την έμπρακτη μετάνοια,

δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου,

ε) την πραγματική και νομική πλάνη,

στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου.

Άρθρο 17
Πειθαρχικές ποινές

1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους είναι:

α) η έγγραφη επίπληξη,

β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών μηνών,

γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα έως και πέντε έτη,

δ) ο υποβιβασμός έως δύο βαθμούς.

ε) η προσωρινή παύση από τρεις έως δώδεκα μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και

στ) η οριστική παύση.

2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε εκκλησιαστικό υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαιτέρες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο, και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

3. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον εκκλησιαστικό υπάλληλο και αν: α) κατά την προηγούμενη της διάπραξης του παραπτώματος πενταετία είχαν επιβληθεί σε αυτόν τρεις τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός μηνός ή β) κατά την προηγούμενη της διάπραξης του παραπτώματος τριετία είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός μηνός.

4. α. Για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄ και θ΄ της παρ. 2 του άρθρου 15 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού. Για το παράπτωμα της περίπτωσης ι΄ της παρ. 2 του άρθρου 15 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού, εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός έτους.

β. Για τα παραπτώματα των περιπτώσεων ιβ΄, ιγ΄, ιε΄, ιζ’ και ιθ΄ της παρ. 2 του άρθρου 15 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου.

γ. Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή.

Άρθρο 18
Δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων

Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων.

Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.

Πράξεις που έχουν τελεστεί από υπάλληλο κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του σε δημόσια υπηρεσία, οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα τιμωρούνται πειθαρχικά, εάν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής τους.

Σε περίπτωση που ο υπάλληλος διέπραξε περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα επιβάλλεται, κατά συγχώνευση, μία συνολική ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη από το πειθαρχικό όργανο η βαρύτητα όλων των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.

Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε έτη από την ημέρα που τελέσθηκαν. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί και το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος. Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος παραγραφής έως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά έτη. Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.

Άρθρο 19
Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη

Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.

Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως, μπορεί με απόφαση του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.

Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος.

Η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται εάν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο εκκλησιαστικός υπάλληλος.

Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε.

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του εκκλησιαστικού υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ΄ αυτού. Στην ίδια αρχή ανακοινώνεται επίσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα η απόφαση ή το βούλευμα με το οποίο τερματίζεται η δίωξη. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής των φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην προϊσταμένη αρχή του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.

Άρθρο 20
Πειθαρχικά όργανα και αρμοδιότητες αυτών

Τα πειθαρχικά όργανα διακρίνονται σε μονομελή και πολυμελή.

Μονομελές πειθαρχικό όργανο είναι ο πειθαρχικώς προϊστάμενος του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, ήτοι ο οικείος Αρχιερέας ή ο Πρόεδρος του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.

Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι: α. Το όργανο διοίκησης του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, το οποίο συνεδριάζει ως πειθαρχικό συμβούλιο, β. Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, και γ. Το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται να επιβάλει την ποινή της επίπληξης ή πρόστιμο μέχρι το ήμισυ των αποδοχών ενός μηνός. Το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται να επιβάλει ποινές μέχρι της επιβολής προστίμου έως των αποδοχών τριών μηνών. Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης δύναται να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή.

Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι και τα πειθαρχικά συμβούλια επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως. Εφόσον το πειθαρχικό όργανο που θα επιληφθεί διαπιστώσει, καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ότι το πειθαρχικό αδίκημα επιφέρει ποινή ανώτερη από αυτή που δύναται τούτο να επιβάλει, παραπέμπει την υπόθεση στο ανώτερο πειθαρχικό όργανο.

Περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα του ιδίου εκκλησιαστικού υπαλλήλου είναι δυνατόν, κατά την κρίση του πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται ενιαίως.

Περισσότεροι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, είναι δυνατόν να κρίνονται ενιαίως.

Άρθρο 21
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης

Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο μηνών από την κλήση σε απολογία, είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών από την παραπομπή, εκτός και αν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης, οπότε ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων μηνών.

Άρθρο 22
Προκαταρκτική εξέταση

Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.

Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να διατάξει ο πειθαρχικώς προϊστάμενος του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου, από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση της ανάθεσής της.

Αν αυτός που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, περατώνει την εξέταση με αιτιολογημένη έκθεσή του. Αν, αντιθέτως, αυτός που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον υπάλληλο σε απολογία.

Αν κρίνει, είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε μετά την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης ποινής, παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο.

Αρθρο 23
Πειθαρχική ανάκριση

Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Κατ΄ εξαίρεση δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης, κατά τρόπο αναμφισβήτητο,

β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα,

γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ΄ αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα,

δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση συμφώνως με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα,

ε) όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης.

Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από υπάλληλο τουλάχιστον ομοιόβαθμο του διωκομένου που μπορεί να είναι και μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου. Αν σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δεν υπάρχει επαρκής αριθμός εκκλησιαστικών υπαλλήλων που να πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, η διεξαγωγή της πειθαρχικής ανάκρισης ανατίθεται σε εκκλησιαστικό υπάλληλο άλλου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.

Η πειθαρχική ανάκριση είναι μυστική και περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου στον υπάλληλο ο οποίος θα τη διενεργήσει. Δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ενεργούντος την ανάκριση, να χορηγηθεί, από το πειθαρχικό συμβούλιο, παράταση της προθεσμίας αυτής. Η παράταση δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.

Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο οποίος ορίζεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο.

Άρθρο 24
Ανακριτικές πράξεις

Ανακριτικές πράξεις είναι:

α) η αυτοψία, β) η εξέταση μαρτύρων, γ) η πραγματογνωμοσύνη και δ) η εξέταση του διωκομένου.

Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης θέμα που κατά το νόμο καλύπτεται: α) από το απόρρητο της υπηρεσίας, εκτός αν συμφωνεί η αρμόδια Αρχή, ή β) από το κατά νόμο επαγγελματικό απόρρητο, από το απόρρητο της εξομολογήσεως ή από άλλο απόρρητο.

Για την ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από όσους συνέπραξαν. Αν κάποιος από τους μάρτυρες είναι αναλφάβητος ή αρνείται να υπογράψει ή βρίσκεται σε φυσική αδυναμία να υπογράψει, γίνεται σχετική μνεία στην έκθεση.

Άρθρο 25
Αυτοψία

Η αυτοψία διενεργείται αυτοπροσώπως από εκείνον που διεξάγει την πειθαρχική ανάκριση, με την παρουσία του γραμματέα.

Η αυτοψία δημόσιων εγγράφων ή εγγράφων ιδιωτικών που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή, διενεργείται στο γραφείο όπου φυλάσσονται.

Έγγραφα που κατέχονται από ιδιώτη, παραδίδονται στον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικώς μετά το τέλος της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο ανακριτής, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, υποχρεούται να χορηγεί ατελώς απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο των εγγράφων που παραλήφθηκαν. Κατ΄ εξαίρεση η αυτοψία ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για τη διεκπεραίωση τρέχουσας υπόθεσης του κατόχου τους ή άλλου προσώπου, διενεργείται από τον ανακριτή στον τόπο όπου βρίσκονται.

Άρθρο 26
Μάρτυρες

Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης του μάρτυρα, χωρίς εύλογη αιτία, αποτελεί πλημμέλημα και, αν είναι υπάλληλος, και πειθαρχικό παράπτωμα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του διωκομένου με το μάρτυρα σε ευθεία γραμμή ή έως και το δεύτερο βαθμό σε πλάγια γραμμή.

Ο διωκόμενος δικαιούται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής ανάκρισης και μέχρι το τέλος της εξέτασης του να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει πέντε τουλάχιστον από τους προτεινόμενους μάρτυρες.

Αν η ένορκη διοικητική εξέταση δεν στρεφόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να διενεργήσει συμπληρωματική ανάκριση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον διωκόμενο να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων, εκτός εάν αυτός δηλώσει ενώπιον του συμβουλίου ότι δεν επιθυμεί να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων.

Άρθρο 27
Πραγματογνώμονες

Ως πραγματογνώμονες ορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος, ή ιδιώτες, με ιδιαίτερες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις. Οι πραγματογνώμονες, πριν από τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, ορκίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η αμοιβή των πραγματογνωμόνων καθορίζεται από το πειθαρχικό συμβούλιο και βαρύνει το οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, όπου υπηρετεί ο διωκόμενος. Σε περίπτωση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, το πειθαρχικό όργανο καταλογίζει στον καταδικασθέντα την αμοιβή του πραγματογνώμονα.

Άρθρο 28
Εξέταση διωκόμενου

Κατά την πειθαρχική ανάκριση καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος. Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνησή του να εξετασθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.

Άρθρο 29
Ενέργειες μετά την ανάκριση

1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν λάβει το παραπεμπτήριο έγγραφο, ορίζει ως εισηγητή της πειθαρχικής υπόθεσης ένα από τα μέλη του συμβουλίου, στο οποίο και παραδίδεται ο φάκελος.

2. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν διαβιβαστεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης ή, σε περίπτωση μη διενέργειας ανάκρισης κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 23 του παρόντος, όταν κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση, την εισάγει στο πειθαρχικό συμβούλιο για να αποφασίσει την κλήση σε απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου ή την απαλλαγή του χωρίς αυτή.

Άρθρο 30
Κλήση σε απολογία

1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.

2. Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τρεις ημέρες όταν καλείται από το πειθαρχικό συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, εφόσον υποβάλλεται πριν από την έκδοση της απόφασης. Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας.

3. Όταν, μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία, ακολουθεί παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.

4. Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατούται με την έκδοση απόφασης.

Άρθρο 31
Απολογία

Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως και παραδίδεται με απόδειξη στο όργανο το οποίο καλεί σε απολογία. Ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου επιτρέπεται στον διωκόμενο και συμπληρωματική προφορική απολογία.

Πριν από την απολογία ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφα του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης. Το γεγονός ότι έλαβε γνώση αποδεικνύεται με πράξη η οποία υπογράφεται από τον υπάλληλο, ο οποίος τηρεί το φάκελο και τον διωκόμενο ή μόνο από τον πρώτο, εάν ο δεύτερος αρνηθεί να υπογράψει.

Με την απολογία του ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας και η διάρκεια της εναπόκειται στην κρίση του οργάνου το οποίο τον καλεί σε απολογία.

Άρθρο 32
Προσδιορισμός ημέρας συνεδρίασης και παράσταση του διωκόμενου

Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση. Η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης κοινοποιούνται στον διωκόμενο πριν από πέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες. Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, τα οποία έχουν διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεσή του κατά την κρίση της υπόθεσης αυτής.

Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων είτε αυτοπροσώπως είτε μετά πληρεξουσίου δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.

Αν το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθεσης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση.

Άρθρο 33
Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο

Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση του διωκομένου επιδίδονται με δικαστικό επιμελητή ή διά των αστυνομικών αρχών ή με άλλο δημόσιο όργανο στον ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία που έχει δηλώσει στην υπηρεσία του, σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό.

Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης και της περιπτώσεως αγνώστου διαμονής του διωκομένου, το έγγραφο τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του εκκλησιαστικού υπαλλήλου και συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από έναν μάρτυρα. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση.

Άρθρο 34
Εκτίμηση αποδείξεων και έκδοση απόφασης

Το πειθαρχικό όργανο εκτιμά ελευθέρως τις αποδείξεις. Για να διαμορφώσει την κρίση του, μπορεί να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύπτουν από την πειθαρχική διαδικασία αλλά από άλλη νόμιμη διαδικασία, εφόσον έλαβε γνώση τους ο διωκόμενος.

Συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία διαπιστώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής κρίσης μόνον εφόσον ο διωκόμενος κληθεί σε απολογία και γι΄ αυτά.

Η κρίση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα και να είναι ειδικώς αιτιολογημένη.

Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως. Στην απόφαση μνημονεύονται:

α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής της, β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του διωκόμενου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε) η υποβολή ή όχι απολογίας, στ) η αιτιολογία της απόφασης, ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και η) η απαλλαγή του διωκόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται.

Εάν η πειθαρχική απόφαση διαγιγνώσκει την ενοχή του διωκομένου, όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ψηφίζουν για την επιβλητέα ποινή. Λευκή ψήφος ή αποχή από την ψηφοφορία δεν επιτρέπεται.

Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το όργανο που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό όργανο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα.

Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται στον υπάλληλο σε αντίγραφο, με φροντίδα της υπηρεσίας, και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν έφεση. Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος. Στον υπάλληλο γνωστοποιείται επίσης η τυχόν δυνατότητα ασκήσεως έφεσης ή προσφυγής, κατά περίπτωση, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου και η σχετική προθεσμία ασκήσεώς της.

Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται.

Άρθρο 35
Έφεση

Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων.

Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε έφεση ενώπιον της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών δύο μηνών και άνω. Όλες οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε έφεση, ενώπιον της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, υπέρ της εκκλησιαστικής διοίκησης, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση β΄ της επόμενης παραγράφου.

Έφεση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης δικαιούνται να ασκήσουν:

α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και β) υπέρ της εκκλησιαστικής διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, ο οικείος Αρχιερεύς ή ο Πρόεδρος του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.

Η έφεση ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν έφεση.

Τα πειθαρχικά συμβούλια και η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, όταν κρίνουν μετά από έφεση του υπαλλήλου, δεν μπορούν να χειροτερεύουν τη θέση του. Όταν κρίνουν έφεση υπέρ της εκκλησιαστικής διοίκησης, δεν μπορούν να επιβάλουν ποινή ελαφρύτερη από αυτή που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται εφέσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της εκκλησιαστικής διοίκησης, το οικείο συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει.

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση της αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης. Το πειθαρχικό όργανο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.

Η έφεση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως. Η έφεση κατά αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, σε αυτό, συντασσομένης εκθέσεως, η οποία διαβιβάζεται αμελλητί διά του οικείου Αρχιερέως στην Ιερά

Επαρχιακή Σύνοδο, με τον πλήρη φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης.

Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης αποφασίζει για την έφεση εντός έξι μηνών από την ημέρα περιέλευσης του πλήρους φακέλου της πειθαρχικής διαδικασίας.

Άρθρο 36
Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας

Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 19 του παρόντος, μπορούν να ζητήσουν: α) ο οικείος Αρχιερεύς ή ο Πρόεδρος του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση και β) ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή της.

Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας απευθύνεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.

Αν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση, κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρύτερη ποινή ή να απαλλαγεί ο εκκλησιαστικός υπάλληλος. Αν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είχε τιμωρηθεί με οριστική ή προσωρινή παύση ή υποβιβασμό, το υπηρεσιακό συμβούλιο δύναται, μετά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και την έκδοση απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, να αποφασίσει και τη βαθμολογική ή μισθολογική του αποκατάσταση. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται.

Άρθρο 37
Εκτέλεση της απόφασης

Η τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από το οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Η παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.

Κατά το χρόνο της προσωρινής παύσης ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό, δεν κρίνεται για προαγωγή, ούτε συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, πριν περάσει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο που απαιτείται για προαγωγή.

Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει πρόστιμο ως ποινή, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων.

Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει ο εκκλησιαστικός υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Όταν αυτό ορίζεται έως το ένα πέμπτο των αποδοχών του, παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Όταν είναι μεγαλύτερο, παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα. Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο των αποδοχών του υπαλλήλου.

Άρθρο 38
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών

Διαγράφονται αυτοδικαίως η ποινή της επίπληξης μετά τρία έτη, του προστίμου μετά οκτώ έτη και οι λοιπές ποινές, εκτός από τις ποινές της οριστικής και προσωρινής παύσης και του υποβιβασμού, μετά δέκα έτη, εφόσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή. Ο χρόνος της διαγραφής υπολογίζεται από την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής.

Ο πειθαρχικός φάκελος ποινής που διαγράφεται, αφαιρείται από τον ατομικό φάκελο του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσης ή αξιολόγησής του.

Άρθρο 39
Εφαρμογή πειθαρχικού δικαίου επί υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου

1. Οι διατάξεις των άρθρων 15 έως 38 ισχύουν και επί των επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπηρετούντων εκκλησιαστικών υπαλλήλων.

2. Όπου εις τα κατά την παρ. 1 άρθρα αναφέρεται «προαγωγή», «υποβιβασμός» ή «παύση», νοείται αντιστοίχως η μισθολογική προαγωγή, ο μισθολογικός υποβιβασμός και η καταγγελία της σύμβασης.

Άρθρο 40
Λύση της υπαλληλικής σχέσης

Η υπαλληλική σχέση λύεται με το θάνατο, την αποδοχή της παραίτησης, την έκπτωση και την απόλυση του υπαλλήλου.

Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.

Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί αν κατά την υποβολή της εκκρεμεί ποινική δίωξη για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στις περ. ε΄ και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 ή για κακούργημα ή πειθαρχική δίωξη ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή αν η ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της αίτησης παραίτησης και πριν την αποδοχή της. Στην περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης μετά την υποβολή αίτησης παραίτησης, εφόσον η πειθαρχική υπόθεση δεν εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό εντός έξι μηνών, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης κατά τους όρους του παρόντος άρθρου.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.

Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την υποβολή της. Αν, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την υποβολή της αίτησης παραίτησης, ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αίτησης. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της.

Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με διαπιστωτική πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσης, που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εν συνεχεία στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος» ή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης στο διαδίκτυο.

Άρθρο 41
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης

1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:

α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία,

β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Εκκλησιαστικός υπάλληλος που έχει την ιδιότητα του κληρικού, εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου σε καθαίρεση.

Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εν συνεχεία στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος» ή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης στο διαδίκτυο.

Άρθρο 42
Απόλυση

1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους:

α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα, γ) ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του, δ) κατάργηση της θέσης στην οποία υπηρετεί και ε) συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται αν διαπιστωθεί σωματική ή πνευματική ανικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται εάν διαπιστωθεί ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 14 του παρόντος.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται αν καταργηθεί η θέση στην οποία υπηρετεί. Αν καταργηθούν ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, απολύονται οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι οι οποίοι συγκεντρώνουν τα λιγότερα ουσιαστικά προσόντα, ύστερα από απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Κατ΄ εξαίρεση ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του και τριάντα πέντε ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας. Αν ο υπάλληλος, κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε ετών πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία, παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και πάντως όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας του. Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή των ανωτέρω, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. Τα ηλικιακά όρια της παρούσας παραγράφου μεταβάλλονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις του «Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.».

Άρθρο 43
Πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσης

Η υπαλληλική σχέση λύεται με απόφαση του οικείου Αρχιερέως ή του Προέδρου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εν συνεχεία στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος» ή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης στο διαδίκτυο.

Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης, η υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι ημέρες από τη δημοσίευσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την πάροδο του εικοσαήμερου.

Άρθρο 44
Τελικές διατάξεις

Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα Κανονισμό, τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής ο εκάστοτε ισχύων «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», υπό την προϋπόθεση ότι οι εφαρμοζόμενες αναλογικώς διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τον παρόντα Κανονισμό ή άλλους Κανονισμούς που ρυθμίζουν ειδικότερα την υπηρεσιακή κατάσταση των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας Κρήτης.

Οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, τις Ιερές Μητροπόλεις και τα λοιπά νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας Κρήτης παραμένουν ως έχουν.

Άρθρο 45
Έναρξη ισχύος του Κανονισμού

Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού ξεκινά από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται και στο επίσημο Δελτίο «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ» της Εκκλησίας της Κρήτης.

Ο Κανονισμός αυτός να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ηράκλειο Κρήτης, 8 Ιουνίου 2015

Ο Πρόεδρος
† Ο Κρήτης ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ