Περί Ιερών Ναών και Ενοριών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 7/2015
Φ.Ε.Κ. 61 Α´/23.6.2015

«Περί Ιερών Ναών και Ενοριών
της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων
της Εκκλησίας Κρήτης»

Έχουσα υπ΄ όψη:

  1. Τους Θείους και Ιερούς Κανόνες.
  2. Τις διατάξεις του Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ 41/Α΄/16.3.1961).
  3. Την παρ. 6 του άρθρου 43 του Ν. 3848/2010 (ΦΕΚ 71/Α΄/19.5.2010).
  4. Τις διατάξεις του Α.Ν. 582/1968 «Περί Δημοτικών και Κοινοτικών Κοιμητηρίων» (ΦΕΚ 225/Α΄/28.9.1968).
  5. Τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.4258/2104 (ΦΕΚ 94/Α/14.4.2014).
  6. Την παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ 223/Α΄/7.10.2014).
  7. Τον υπ΄ αριθμ. 1/2013 Κανονισμό «Περί Εφημερίων και Διακόνων» της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΦΕΚ 65/Α΄/12.3.2013).
  8. Τον υπ΄ αριθμ. 2/2014 Κανονισμό της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας «Περί συγκρότησης, σύγκλησης, λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των Μητροπολιτικών Συμβουλίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Κρήτης» (ΦΕΚ 66/Α΄/12.3.2014).
  9. Τον υπ᾽ αριθμ. 3/2015 Κανονισμό της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας «Περί οργάνωσης, αρμοδιοτήτων, συγκρότησης, λειτουργίας κ.λ.π. του Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής Κρήτης και Δωδεκανήσου (Σ.Ε.Α.Κ.Δ.) και της Υπηρεσίας Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) Κρήτης, Δωδεκανήσου» (ΦΕΚ 23/Α΄/6-2-2015)
  10. Την υπ΄ αριθμ. 271/14-5-2015 απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
  11. Τις υπ΄ αριθμ. 2/28-1-2015 και 6/8-6-2015 αποφάσεις της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.
  12. Το γεγονός ότι εκ του παρόντος Κανονισμού δεν προκαλείται δαπάνη, η οποία να βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό,
  13. ψηφίζει:

Τον υπ΄ αριθμ. 7/2015 Κανονισμό ο οποίος έχει ως εξής:
—————————-
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 7/2015
Περί Ιερών Ναών και Ενοριών
της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων
της Εκκλησίας Κρήτης

Άρθρο 1
Ιεροί Ναοί

1. Οι Ιεροί Ναοί της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης διακρίνονται σε:

α) Ενοριακούς Ιερούς Ναούς, στους οποίους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια αυτών,

β) Προσκυνηματικούς Ιερούς Ναούς,

γ) Ναούς Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων,

δ) Ιδιωτικούς και Ιδρυματικούς Ιερούς Ναούς,

ε) Ιερούς Ναούς Κοιμητηρίων.

2. Κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δύναται να αναγνωρισθεί Ιερός Ναός ως Μητροπολιτικός ή Καθεδρικός με απόφαση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, επικυρούμενη από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης.

Άρθρο 2
Ενορίες

1. Οι Ενορίες αποτελούν τα βασικά κύτταρα της κανονικής οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής. Η Ενορία μετά του Ιερού Ενοριακού Ναού αποτελούν ενιαία οντότητα, με καθορισμένα γεωγραφικά όρια, σύμφωνα με τις υφιστάμενες ποιμαντικές ανάγκες. Τα γεωγραφικά όρια της Ενορίας ορίζονται και μεταβάλλονται με απόφαση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού 1/2013 της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

2. Οι Ενορίες, μετά των Ενοριακών Ιερών Ναών, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.).
Τμήμα της εδαφικής περιφέρειας υφιστάμενης Ενορίας δύναται να αποσπασθεί, προκειμένου να ιδρυθεί νέα Ενορία ή να προσαρτηθεί σε ήδη υπάρχουσα, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, βάσει των ποιμαντικών αναγκών. Μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας της παλαιάς Ενορίας μεταβιβάζεται στην δημιουργούμενη νέα Ενορία, κατόπιν αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνώμης του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Η ως άνω απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου μεταγράφεται ατελώς στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου ή Υποθηκοφυλακείου.

3. Τα Παρεκκλήσια, Εξωκκλήσια και οι Κοιμητηριακοί Ναοί, που ιδρύονται από την δημοσίευση του παρόντος και εξής εντός των ορίων υφιστάμενης Ενορίας, υπάγονται κανονικώς σε αυτή.

Η Ενορία διοικείται από τον Εφημέριο και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα Κανονισμό.

Άρθρο 3
Ίδρυση και κατάργηση Ενορίας

1. Την απόφαση για την ίδρυση νέας Ενορίας λαμβάνει το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως του Προέδρου αυτού.

2. Προκειμένου να συσταθεί νέα Ενορία, απαιτείται: α. Για πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων, η ύπαρξη τουλάχιστον 600 οικογενειών, β. Για πόλεις με πληθυσμό από 10.000 έως και 100.000 κατοίκους, η ύπαρξη τουλάχιστον 500 οικογενειών, γ. Για πόλεις με πληθυσμό κάτω από 10.000 κατοίκους, η ύπαρξη τουλάχιστον 300 οικογενειών, δ. Για χωριά ή οικισμούς, που αποτελούνται από λιγότερες από 300 οικογένειες, απαιτείται η ύπαρξη τουλάχιστον 50 οικογενειών, ε. Για χωριά, οικισμούς ή παραθεριστικά κέντρα, με λιγότερες των 50 οικογενειών, τα οποία απέχουν τουλάχιστον μισή ώρα από τον πλησιέστερο Ενοριακό Ναό ή η πρόσβαση σε αυτόν δυσχεραίνεται από φυσικά εμπόδια, δεν λαμβάνονται υπόψη πληθυσμιακά κριτήρια, αλλά οι ποιμαντικές ανάγκες.

3. Η απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, μετά των δικαιολογητικών της επόμενης παραγράφου, διαβιβάζεται προς τον αρμόδιο Υπουργό, με πρόταση του οποίου εκδίδεται Προεδρικό Διάταγμα ίδρυσης της Ενορίας.

4. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προκειμένου να συσταθεί νέα Ενορία είναι τα ακόλουθα: α. Αίτηση με ονομαστική κατάσταση του ημίσεως του κατά τα ως άνω προβλεπομένου αριθμού οικογενειών, η οποία υπογράφεται από ενήλικο μέλος εκάστης οικογένειας, θεωρουμένου του γνησίου της υπογραφής του, β. Αντίγραφο της ανακοίνωσης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής περί του αριθμού του μόνιμου πληθυσμού του οικείου Δήμου ή Κοινότητας, σύμφωνα με την εκάστοτε τελευταία απογραφή, γ. Γνώμη του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, δ. Γνώμη του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, ε. Σύμφωνη γνώμη του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, επικυρούμενη από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης, στ. Στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη Ιερού Ναού και ζ. Πλήρης προσδιορισμός της προσωνυμίας της ιδρυόμενης Ενορίας.

5. Υφιστάμενες Ενορίες, κατά τον χρόνο ίδρυσης των οποίων δεν δημοσιεύθηκε ιδρυτικό, ή εγκριτικό της πράξεως ίδρυσής τους, Προεδρικό Διάταγμα, αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ. και η σύστασή τους αποδεικνύεται με την έκδοση διαπιστωτικής πράξεως της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, κατόπιν σχετικής προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6.Με αιτιολογημένη απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, είναι δυνατή η κατάργηση Ενορίας και η υπαγωγή της γεωγραφικής αυτής περιφέρειας σε μία ή περισσότερες όμορες Ενορίες, εφόσον εξέλιπαν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξή της. Η κινητή και ακίνητη περιουσία της καταργούμενης Ενορίας, καθώς και οι υποχρεώσεις αυτής, περιέρχονται κατ΄ αναλογία στα διάδοχα νομικά πρόσωπα. Η απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου κοινοποιείται στον αρμόδιο Υπουργό, με πρόταση του οποίου εκδίδεται το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα.

7. Η Ενορία χωριού ή οικισμού που μεταφέρεται για οποιοδήποτε λόγο σε άλλη τοποθεσία, διατηρεί την νομική της υπόσταση και στον νέο τόπο της εγκατάστασής της.

Άρθρο 4
Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια Ενοριών

1. Ως Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια νοούνται οι Ιεροί Ναοί, που ευρίσκονται εντός ή εκτός οικισμού, αντιστοίχως, και δεν αποτελούν ίδια νομικά πρόσωπα, αλλά υπάγονται υποχρεωτικά σε Ενοριακό Ιερό Ναό ως προς τη διοίκηση, τη διαχείριση και τη λειτουργία τους.

2. Με πράξη του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης του Προέδρου αυτού και γνώμης του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, δύναται να συνιστώνται Παρεκκλήσια ή Εξωκκλήσια του Ενοριακού Ιερού Ναού, καθώς και να παραχωρούνται ή να αποσπώνται αυτά, για την ίδρυση νέας Ενορίας.

Άρθρο 5
Τηρούμενα βιβλία

1. Σε κάθε Ενορία τηρούνται τα κάτωθι βιβλία, με ευθύνη του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τα οποία θεωρούνται από τον Πρόεδρο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του:

α) Πρωτόκολλα: Αλληλογραφίας και Εκδόσεως Πιστοποιητικών.

β) Βιβλία Βαπτίσεων, Γάμων και Κηδειών.

γ) Βιβλίο Αποφάσεων Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.

δ) Βιβλίο Ταμείου.

ε) Κτηματολόγιο – Περιουσιολόγιο.

στ) Βιβλίο πρακτικών καταμέτρησης εσόδων.

2. Τα έντυπα και η μορφή των τηρούμενων βιβλίων καθορίζονται με απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και δύνανται να τηρούνται και σε ηλεκτρονική μορφή.

Άρθρο 6
Πόροι Ενοριών

1. Πόροι των Ενοριών είναι οι ακόλουθοι:

α) Οι εισπράξεις από την πώληση κηρού.

β) Οι δωρεές ή κληροδοσίες ή κληρονομίες.

γ) Τα έσοδα από εράνους, κυτία προσφορών και πάσης φύσεως εκδηλώσεις υπέρ της Ενορίας.

δ) Τα έσοδα από την αξιοποίηση κινητής και ακίνητης περιουσίας της Ενορίας.

ε) Τα έσοδα από χορηγίες φορέων.

2. Για κάθε χρηματική χορηγία ή δωρεά εκδίδεται τριπλότυπη απόδειξη είσπραξης, στην οποία αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία του χορηγού ή του δωρητή. Τα στελέχη των αποδείξεων αριθμούνται και θεωρούνται υποχρεωτικά κατ΄ έτος από τον Πρόεδρο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του.

Άρθρο 7
Διάθεση Πόρων Ενοριών

1. Οι πόροι των Ενοριών διατίθενται για την κάλυψη των ακόλουθων δαπανών, βάσει των εγκεκριμένων Προϋπολογισμών τους:

α) Υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

β) Υπέρ της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

γ) Προς κάλυψη φόρων, τελών και λοιπών κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις.

δ) Υπέρ των Μητροπολιτικών Γραφείων και της μισθοδοσίας του προσωπικού αυτών.

ε) Για την ανοικοδόμηση ή τη συντήρηση του Μητροπολιτικού Οικήματος και τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού.

στ) Για τη μισθοδοσία του τακτικού και εκτάκτου προσωπικού της Ενορίας.

ζ) Για τη συντήρηση και τις δαπάνες λειτουργίας της Ενορίας, καθώς και υπέρ των φιλανθρωπικών, προνοιακών και λοιπών δράσεων αυτής.

η) Υπέρ της λειτουργίας των φιλανθρωπικών και προνοιακών ιδρυμάτων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης, καθώς και των εν γένει πνευματικών και ιεραποστολικών δράσεων αυτών.

2. Όλες οι υποχρεωτικές και υπέρ τρίτων εισφορές των Ιερών Ναών που αναγράφονται στον προϋπολογισμό τους, καταβάλλονται υποχρεωτικά ανά τριμηνία, ενώ σε περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής άνω των δύο τριμηνιών, εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις εισπράξεως των δημοσίων εσόδων.

3. Μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, το οποίο αρνείται την καταβολή των ως άνω εισφορών, καλείται σε απολογία ενώπιον του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και, εάν η άρνησή του κριθεί αδικαιολόγητη, απαλλάσσεται των καθηκόντων του. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφημερίου Προέδρου, τούτος καλείται σε απολογία ενώπιον του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, και, σε περίπτωση που η άρνησή του κριθεί αδικαιολόγητη, παραπέμπεται στο αρμόδιο Επισκοπικό Δικαστήριο με την κατηγορία τελέσεως του κανονικού αδικήματος της απείθειας.

4. Κάθε Ενορία υποχρεούται να τηρεί στο όνομά της λογαριασμό σε αναγνωρισμένο τραπεζικό ίδρυμα, στον οποίο κατατίθεται το αποθεματικό που απομένει μετά την εξόφληση των υποχρεώσεων αυτής. Ο τραπεζικός λογαριασμός δύναται να είναι όψεως, ταμιευτηρίου ή προθεσμιακός, και πάντοτε επ’ ονόματι της Ενορίας, ενώ με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ορίζονται οι διαχειριστές του. Απαγορεύεται η τοποθέτηση του αποθεματικού σε μετοχές εταιρειών, αμοιβαία κεφάλαια και επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η μετατροπή του σε συνάλλαγμα, χωρίς την προηγούμενη ρητή άδεια του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

5. Κάθε ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό της Ενορίας, έως του ποσού των πεντακοσίων (500,00) Ευρώ, πραγματοποιείται με σχετική εξουσιοδότηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, χωρίς να απαιτείται άλλη έγκριση. Για την ανάληψη μεγαλυτέρων ποσών απαιτείται η προηγούμενη έγκριση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής ή των οικείων Ιερών Μητροπόλεων. Το ως άνω όριο δύναται να τροποποιηθεί με απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

Άρθρο 8
Σύνθεση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου
και καθήκοντα των μελών αυτού

Τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της Ενορίας έχει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται :

Α) Από Εφημέριο, ως Πρόεδρο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 του Κανονισμού 1/2013 της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Εφημέριος έχει την ευθύνη για τη λατρευτική και ποιμαντική ζωή της Ενορίας και, ως Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, εκπροσωπεί, δικαστικά και εξώδικα, το νομικό πρόσωπο της Ενορίας. Η εκπροσώπηση της Ενορίας δύναται να ανατεθεί και σε μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, με τη χορήγηση ειδικής προς τούτο πληρεξουσιότητας. Ο Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου έχει τις κάτωθι αρμοδιότητες: i) Έχει την ευθύνη πρότασης και καταρτισμού του καταλόγου ενοριτών προς εκλογή των μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου, ii) εκπροσωπεί την Ενορία προς κάθε εκκλησιαστική ή άλλη αρχή, iii) συγκαλεί, προεδρεύει, και εισηγείται τα θέματα στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, iv) ρυθμίζει, σε αναφορά πάντοτε προς τον οικείο Αρχιερέα, τα πνευματικά ζητήματα της Ενορίας, v) καταρτίζει το πρόγραμμα λειτουργιών και δραστηριοτήτων της Ενορίας και φροντίζει για την ομαλή συνεργασία μεταξύ των τυχόν συνεφημερίων του, των ψαλτών, των νεωκόρων και των λοιπών συνεργατών της Ενορίας, vi) έχει τη διοικητική μέριμνα του Ιερού Ναού, των γραφείων της Ενορίας και των λοιπών δραστηριοτήτων, αναθέτοντας και κατανέμοντας αρμοδιότητες με τον ορισμό υπευθύνων για κάθε τομέα της ενοριακής ζωής (νεότητα, προνοιακό και φιλανθρωπικό έργο, πολιτισμός, παράδοση κ.λπ.). Ο Πρόεδρος είναι και ιερατικώς προϊστάμενος της Ενορίας, εκτός και αν με απόφαση του οικείου Αρχιερέως ορίζεται άλλως.

Β) 1. Από τέσσερα τακτικά λαϊκά μέλη, καθώς και τέσσερα αναπληρωματικά μέλη, τα οποία διορίζονται από κατάλογο είκοσι τουλάχιστον ενοριτών, ανδρών ή γυναικών, του Ιερού Ναού, με πράξη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, κατόπιν έγγραφης προτάσεως του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Για Ενορίες που περιλαμβάνουν μέχρι 100 οικογένειες, το Μητροπολιτικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει δύο μόνο λαϊκά μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, με τους αναπληρωτές αυτών, από κατάλογο δέκα τουλάχιστον ενοριτών.

2. Τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου έχουν τις παρακάτω αρμοδιότητες και καθήκοντα: i) Να παρίστανται στις συνεδριάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και να μετέχουν στη λειτουργική ζωή της Ενορίας, ii) Να επιδεικνύουν διάθεση συνεργασίας με τα λοιπά μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και με τους συνεργάτες της Ενορίας, iii) Να οργανώνουν την Ενορία για την επιτέλεση του σκοπού της, ως κέντρο θείας λατρείας και κοινωνικής προσφοράς στο λαό του Θεού, iv) Να διαφυλάττουν τους πόρους και τις υποδομές της Ενορίας, για την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματική προσφορά της, v) Να προστατεύουν και να αξιοποιούν την κινητή και ακίνητη περιουσία της Ενορίας, vi) Να εφαρμόζουν τις εγκυκλίους και τις υποδείξεις του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του οικείου Αρχιερέως και της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και να σέβονται τους Θείους και Ιερούς Κανόνες και τους Νόμους του Κράτους, vii) Να ασκούν νόμιμη διαχείριση της Ενορίας, όπως προβλέπεται για τα Ν.Π.Δ.Δ., τηρώντας τα απαιτούμενα βιβλία, και να μην αμελούν τις θεωρήσεις και τους ελέγχους αυτών, viii) Να επιμελούνται την καταμέτρηση και καταγραφή των εσόδων, ως και την χρηστή διαχείριση αυτών. Η καταμέτρηση γίνεται παρόντος του Προέδρου και δύο τουλάχιστον μελών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και συντάσσεται απαραιτήτως πρακτικό, το οποίο καταχωρείται στο σχετικό βιβλίο, ix) Να επιμελούνται για την ευταξία, την καθαριότητα και την ευλάβεια στον χώρο της λατρείας.

3. Για να διορισθεί κάποιος ως μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου θα πρέπει:

α) Να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και να έχει ορθή περί την πίστη γνώση και διαγωγή, καθώς και απόλυτο σεβασμό στην Εκκλησία.

β) Να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλοδαπός πολίτης τρίτης χώρας πρέπει να διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα.

γ) Να μην έχει καταδικασθεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, απάτης επί δικαστηρίω, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, πλαστογραφίας ή κατάχρησης ενσήμων, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας ή για κάποιο από τα εγκλήματα περί το νόμισμα.

δ) Να μην έχει υποβληθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης.

ε) Να είναι εγγράμματος, και

στ) Να μην βρίσκεται σε αντιδικία με την Εκκλησία, είτε ατομικώς, είτε ως μέλος της διοίκησης νομικού προσώπου. Σε περίπτωση ανακύψεως της αντιδικίας κατά την διάρκεια της θητείας, ο εκκλησιαστικός σύμβουλος αντικαθίσταται με αιτιολογημένη απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, το οποίο επιλαμβάνεται μετά από σχετική εισήγηση του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.

4. Απαγορεύεται ο διορισμός συμβούλων συγγενών προς αλλήλους και προς τον Εφημέριο Πρόεδρο μέχρι και του τρίτου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Στις Ενορίες που περιλαμβάνουν μέχρι 100 οικογένειες απαγορεύεται ο διορισμός εκκλησιαστικών συμβούλων συγγενών προς αλλήλους και προς τον Εφημέριο Πρόεδρο μέχρι και του δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.

5. Το αξίωμα του Εκκλησιαστικού Συμβούλου είναι τιμητικό, άμισθο και ασυμβίβαστο προς το έργο του έμμισθου υπαλλήλου της Ενορίας.

6. Η θητεία των Εκκλησιαστικών Συμβούλων ορίζεται τριετής, και η τριετία άρχεται την 1η Ιανουαρίου του έτους για το οποίο έγινε ο διορισμός. Τυχόν αντικατάσταση εκκλησιαστικού συμβούλου γίνεται με τον διορισμό νέου μέλους, για το διάστημα που απομένει μέχρι την λήξη της τριετίας. Σε Ενορίες άνω των 100 οικογενειών, δεν επιτρέπεται ο επαναδιορισμός τακτικού εκκλησιαστικού συμβούλου πέραν της δεύτερης συνεχούς θητείας. Δεν επιτρέπεται η ανάληψη καθηκόντων ταμία από εκκλησιαστικό σύμβουλο πέραν των δύο θητειών, συνεχόμενων ή μη.

7. Η παραίτηση Εκκλησιαστικού Συμβούλου υποβάλλεται εγγράφως, διά του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ή και απευθείας, προς το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει για την αποδοχή της ή μη και διορίζει ένα εκ των αναπληρωματικών μελών.

8. Εκκλησιαστικός σύμβουλος που απουσιάζει αδικαιολόγητα, κατά την εισήγηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και την κρίση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, επί τρεις συνεχείς συνεδριάσεις, κηρύσσεται έκπτωτος του αξιώματος του Εκκλησιαστικού Συμβούλου και απαλλάσσεται των καθηκόντων του.

9. Οι εκκλησιαστικοί σύμβουλοι απαλλάσσονται επίσης των καθηκόντων τους με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου:

α) Εάν δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις και στα καθήκοντα που τους ανατίθενται ή επιδεικνύουν απρεπή συμπεριφορά προς τον Πρόεδρο, τα λοιπά μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και τα μέλη της Ενορίας.

β) Εάν δεν είναι συνεπείς στις προς αυτούς οδηγίες-παραγγελίες του οικείου Αρχιερέως, σχετικά με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτά επιβάλλονται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, από του Κανονισμούς και τις Εγκυκλίους της Εκκλησίας Κρήτης και από τους Νόμους της Πολιτείας.

γ) Εάν δεν υποβάλλουν εμπρόθεσμα προϋπολογισμό και απολογισμό της διαχείρισής τους ή εάν προβαίνουν σε δαπάνες οι οποίες δεν έχουν αναγραφεί στον προϋπολογισμό.

δ) Εάν παραμελούν ή αρνούνται την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή εν γένει δεν προβαίνουν στις δέουσες δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες για την προστασία των συμφερόντων της Ενορίας.

ε) Εάν παρεμβαίνουν στα τελετουργικά καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τα θέματα συνεργασίας μεταξύ των Εφημερίων της Ενορίας, καθώς και τα αντίστοιχα καθήκοντα των ιεροψαλτών και των νεωκόρων του Ιερού Ναού, και

στ) Εάν αποφασίζουν και ενεργούν αυθαίρετα για θέματα του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ερήμην του Προέδρου.

Άρθρο 9
Συγκρότηση και συνεδριάσεις
των Εκκλησιαστικών συμβουλίων

1. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, κατά την πρώτη συνεδρίασή του, συγκροτείται σε σώμα και εκλέγει τον Αντιπρόεδρο, τον Γραμματέα και τον Ταμία αυτού. Για Ενορίες κάτω των 100 οικογενειών ο Πρόεδρος αναθέτει στο ένα μέλος τα καθήκοντα του Γραμματέα και στο έτερο μέλος τα καθήκοντα του Ταμία. Το σχετικό πρακτικό υποβάλλεται προς έγκριση στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο.

2. Τις εργασίες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου διευθύνει ο Πρόεδρος, και κατά την απουσία αυτού, ο Αντιπρόεδρος, εξουσιοδοτούμενος γραπτώς υπό του Προέδρου.

3. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του σε τακτική συνεδρίαση μία φορά ανά μήνα και έκτακτα όταν ο Πρόεδρός του το κρίνει αναγκαίο ή το ζητήσουν εγγράφως δύο μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.

4. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίσταται ο Πρόεδρος και τουλάχιστον δύο μέλη αυτού.

5. Όταν κωλύεται ο Πρόεδρος, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τουλάχιστον τρία μέλη του, μεταξύ των οποίων και ο Αντιπρόεδρος αυτού, υπό την προϋπόθεση προηγούμενης γραπτής εξουσιοδότησης από τον Πρόεδρο.

6. Για Ενορίες κάτω των 100 οικογενειών απαιτείται παρουσία όλων των μελών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου κατά τις συνεδριάσεις αυτού.

7. Ο Πρόεδρος συντάσσει και κατατάσσει ανάλογα με την σπουδαιότητα των θεμάτων την ημερήσια διάταξη. Με πρόταση του Προέδρου ή οποιουδήποτε μέλους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου δύναται να συζητηθεί θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης, εφόσον είναι παρόντα και συναινούν όλα τα μέλη του.

8. Οι αποφάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του Προεδρεύοντα λογίζεται ως διπλή.

9. Στις συνεδρίες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου καλούνται υποχρεωτικώς από τον Πρόεδρο και μετέχουν στις εργασίες του και οι συνεφημέριοι της Ενορίας, άνευ δικαιώματος ψήφου, δυνάμενοι ωστόσο να εκφράσουν την άποψή τους.

10. Δικαίωμα συμμετοχής στις συνεδριάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου, έχουν και τα αναπληρωματικά μέλη αυτού, ακόμη και αν παρίστανται όλα τα τακτικά μέλη, άνευ δικαιώματος ψήφου.

Άρθρο 10
Αρμοδιότητες Εκκλησιαστικών Συμβουλίων

1. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για την οικονομική διαχείριση της Ενορίας, συντάσσει και υποβάλλει προς το Μητροπολιτικό Συμβούλιο τον Προϋπολογισμό και Απολογισμό των εσόδων και εξόδων αυτής.

2. α. Κάθε καταβολή δαπάνης υπό της Ενορίας διενεργείται από τον Ταμία, δια εντάλματος πληρωμής υπογεγραμμένου από τον Πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Τα στελέχη των ενταλμάτων πληρωμής αριθμούνται και θεωρούνται υποχρεωτικά και κατ΄ έτος από την οικεία Ιερά Αρχιεπισκοπή ή Ιερά Μητρόπολη. Κάθε τριμηνία το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο οφείλει να αποστέλει προς το Μητροπολιτικό Συμβούλιο κατάσταση όλων των δαπανών που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.

β. Στο ένταλμα πληρωμής αναγράφονται και επισυνάπτονται τα παραστατικά κάθε δαπάνης. Για δαπάνες που δεν έχουν αναγραφεί στον προϋπολογισμό της Ενορίας, απαιτείται έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

γ. Όλες οι δαπάνες υποβάλλονται προς έγκριση ενώπιον του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ανά τριμηνία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 2/2014 της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

δ. Την ευθύνη για τη νομιμότητα των διατασσόμενων πληρωμών φέρει ο Πρόεδρος, ο οποίος και υπογράφει το σχετικό ένταλμα πληρωμής, ενώ ο Ταμίας ευθύνεται για την ακρίβεια της πληρωμής. Ο Ταμίας υποχρεούται να αρνηθεί την πληρωμή δαπάνης, η οποία δεν συνοδεύεται από τα νόμιμα παραστατικά.

3. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αποφασίζει:

α) Για την ανέγερση, επισκευή, συντήρηση, αγιογράφηση και διακόσμηση του Ενοριακού Ναού, των Παρεκκλησίων και Εξωκκλησίων αυτού, καθώς και των βοηθητικών χώρων και των λοιπών ακινήτων που ανήκουν στην Ενορία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

β) Για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου για την ανέγερση ή την επέκταση Ιερού Ναού ή του προαυλίου αυτού. Η απαλλοτρίωση διενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί απαλλοτριώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για λόγους δημόσιας ωφέλειας.

γ) Για την αγορά, πώληση, δωρεά, ανταλλαγή και μίσθωση ακινήτων, και για την εν γένει αξιοποίηση της αστικής και αγροτικής περιουσίας της Ενορίας.

δ) Για τη συνομολόγηση δανείου, την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, καθώς και για την παραίτηση εξ αυτών, για την παραίτηση από δικαίωμα και την κατάργηση δίκης, για δικαστικούς ή εξώδικους συμβιβασμούς, για τον διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου και για την αποδοχή δωρεάς, κληρονομίας και κληροδοσίας.

ε) Για την χορήγηση βοηθημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

στ) Για κάθε έκτακτη δαπάνη.

4. Όλες ανεξαιρέτως οι αποφάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου πρέπει να εγκριθούν από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος Κανονισμού.

5. Σε έκτακτες περιπτώσεις δύναται το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο να λαμβάνει κάθε απαραίτητο για την διασφάλιση των συμφερόντων της Ενορίας.

Άρθρο 11
Περί Προϋπολογισμού

1. Τον Προϋπολογισμό της Ενορίας συντάσσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και τον υποβάλλει στο οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο έως το πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Νοεμβρίου του έτους που προηγείται αυτού στο οποίο αφορά ο προϋπολογισμός. Ο προϋπολογισμός συνοδεύεται από έγγραφο του Προέδρου και σχετική πράξη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, συντάσσεται δε σύμφωνα με το υπόδειγμα που καταρτίζει και τροποποιεί η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή τροποποιεί τον προϋπολογισμό, αναγράφοντας υποχρεωτικώς τυχόν παραληφθείσες νόμιμες χρηματικές υποχρεώσεις των Ενοριών, όπως και διάφορες άλλες έκτακτες εισφορές, για την εξυπηρέτηση του εν γένει έργου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης, οι οποίες καθορίζονται από τα οικεία Μητροπολιτικά Συμβούλια.

2. Οι Προϋπολογισμοί εγκρίνονται εντός διμήνου από την υποβολή τους.

Άρθρο 12
Περί Απολογισμού

1. Τον απολογισμό συντάσσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και τον υποβάλει στο οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο έως το τέλος Φεβρουαρίου του έτους που έπεται εκείνου στο οποίο αφορά ο απολογισμός. Ο απολογισμός συνοδεύεται από έγγραφο του Προέδρου και σχετική πράξη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, συντάσσεται δε σύμφωνα με το υπόδειγμα που καταρτίζει και τροποποιεί η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης.

2. Εφόσον ζητηθεί από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο οφείλει να προσκομίσει άμεσα τα οικονομικά βιβλία, καθώς και τα παραστατικά εσόδων και εξόδων, προς έλεγχο.

3. Τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ευθύνονται ατομικώς και αλληλεγγύως για τυχόν δόλια παράλειψη εσόδου, δαπάνης και οφειλής της Ενορίας.

4. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη του σχετική εισήγηση του Αρχιερατικού Επιτρόπου της Περιφέρειας στην οποία υπάγεται η Ενορία, ή μετά από εισήγηση του Πρωτοσυγκέλλου κάθε Εκκλησιαστικής Επαρχίας ή του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου, για την τήρηση των υπό του νόμου προβλεπομένων σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες και την απόδοση των αναλογούντων τελών, αποφαίνεται αιτιολογημένα επί του Απολογισμού εντός εξαμήνου από την υποβολή του. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο δύναται να συγκροτεί τριμελή επιτροπή ελέγχου των απολογισμών των Ενοριών, με τη συμμετοχή του Αρχιερατικού Επιτρόπου της οικείας αρχιερατικής περιφέρειας. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο δύναται, εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, να καταθέσει αιτιολογημένη αίτηση αναθεώρησης αυτής.

5. Η μη υποβολή των Προϋπολογισμών και Απολογισμών υπό των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων εντός των τασσόμενων προθεσμιών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί παράβασης καθήκοντος.

Άρθρο 13
Περί ελέγχου των αποφάσεων
των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων

1. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο ασκεί έλεγχο νομιμότητας της διαχειρίσεως και διοικήσεως της Ενορίας.

2. Κάθε απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου υποβάλλεται ενώπιον του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, το οποίο την εγκρίνει, τη συμπληρώνει, την τροποποιεί ή την απορρίπτει. Η απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου εκδίδεται εντός τριμήνου από της υποβολής της απόφασης του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε αυτό. Μετά την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, η απόφαση θεωρείται ότι εγκρίθηκε σιωπηρώς, εκτός των περιπτώσεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

3. Αποδοχή ή αποποίηση δωρεάς υπό τρόπο, κληρονομίας ή κληροδοσίας, καθώς και η συνομολόγηση οποιουδήποτε δανείου, δεν δύναται να λάβει χώρα από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο χωρίς την προηγουμένη ρητή έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

4. Κάθε απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για την έγερση αγωγής, την παραίτηση από ένδικα μέσα, την κατάργηση δίκης και τον δικαστικό ή εξώδικο συμβιβασμό, ισχύει μόνο εφόσον έχει ληφθεί προηγούμενη ρητή έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Δεν απαιτείται προηγούμενη έγκριση σε περίπτωση αιτήσεως χορήγησης προσωρινής διαταγής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί κατεπείγουσα περίπτωση ή άμεσος κίνδυνος.

5. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, προκειμένου να αποφανθεί επί θεμάτων τα οποία απαιτούν ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, δύναται να ζητήσει τεχνική έκθεση – γνωμοδότηση ειδικών επιστημόνων, με δαπάνη της οικείας Ενορίας.

6. Κάθε απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου είναι υποχρεωτική για το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Εάν αυτό αρνηθεί την εκτέλεσή της, το Μητροπολιτικό Συμβούλιο απευθύνει σύσταση στα μέλη του, ενώ εάν τούτα επιμείνουν καλεί τα αρνούμενα μέλη να υποβάλουν εγγράφως την απολογία τους εντός δεκαπέντε ημερών. Εάν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή η αιτιολογία της απολογίας κριθεί αβάσιμη, το Μητροπολιτικό Συμβούλιο προβαίνει στην αντικατάσταση των ελεγχόμενων μελών με τον διορισμό νέων, για το υπόλοιπο της θητείας του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.

Άρθρο 14
Προσκυνηματικοί Ιεροί Ναοί

1. Με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής ή της Ιεράς Μητροπόλεως, κατόπιν προτάσεως του Προέδρου αυτού, δύναται να ιδρυθεί Προσκυνηματικός Ιερός Ναός, είτε με ανέγερση νέου Ιερού Ναού, είτε με απόσπαση Παρεκκλησίου ή Εξωκκλησίου υφιστάμενου Ενοριακού Ιερού Ναού, είτε με την μετατροπή Ιερού Ναού σε Προσκυνηματικό Ιερό Ναό.

2. Σκοπό του Προσκυνήματος αποτελεί η ενίσχυση των δράσεων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης ή των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων αυτών.

3. Η διοίκηση και η διαχείριση των Προσκυνημάτων ρυθμίζεται με Κανονισμό τον οποίο εκδίδει η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος, κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως. Πρόεδρος της διοίκησης του Ιερού

4. Προσκυνήματος είναι πάντοτε ο οικείος Αρχιερεύς.

5. Υφιστάμενοι Προσκυνηματικοί Ιεροί Ναοί διατηρούνται και διοικούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό τους. Εάν δεν υφίσταται τέτοιος Κανονισμός, ο οικείος Αρχιερεύς προτείνει ενώπιον της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης την σύνταξή αυτού, εντός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος Κανονισμού.

Άρθρο 15
Ναοί Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων

Στη δικαιοδοσία των Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων ανήκουν τα Καθολικά τους, τα Παρεκκλήσια τους, οι Ιεροί Ναοί των κοιμητηρίων τους, τα Εξωκκλήσια και οι Ιεροί Ναοί των Μετοχίων τους, ως υφίστανται μέχρι σήμερα.

Άρθρο 16
Ιδιωτικοί και Ιδρυματικοί Ιεροί Ναοί

1. α. Ιεροί Ναοί, οι οποίοι ανήκουν κατά κυριότητα σε ιδιώτες, ανεγείρονται και καθιερώνονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης – άδειας του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνώμης του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας, στην γεωγραφική ενότητα της οποίας πρόκειται να ανεγερθεί ο Ιερός Ναός. Η άδεια δόμησης εκδίδεται από τις κατά νόμο αρμόδιες υπηρεσίες δόμησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 3/2015 της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

β. Οι ιδιωτικοί Ιεροί Ναοί εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες του ιδιοκτήτη και της οικογένειάς του και δεν τίθενται σε δημόσια λατρεία με την τέλεση ιερών ακολουθιών και ιερών μυστηρίων τρίτων σε αυτούς.

γ. Με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, σφραγίζονται από την οικεία αστυνομική αρχή ή απαλλοτριώνονται υπέρ της Ενορίας όπου εντάσσονται γεωγραφικά, οι ιδιωτικοί Ιεροί Ναοί οι οποίοι:

– Ανεγέρθηκαν ή λειτουργούν χωρίς την άδεια του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

– Τίθενται στη δημόσια λατρεία ή χάνουν τον προορισμό τους. Δεν θεωρείται απόδοση στη δημόσια λατρεία η προσέλευση πιστών κατά την ημέρα της πανήγυρης του Ιερού Ναού. Οι εισπράξεις του Ιερού Ναού κατά την ημέρα εκείνη αποδίδονται υπέρ της οικείας Ενορίας.

2. α. Οι Ιεροί Ναοί που ανήκουν στην κυριότητα Φιλανθρωπικών, Εκπαιδευτικών, Δημοσίων και Δημοτικών Ιδρυμάτων, Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, των Καταστημάτων Κράτησης, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, ανεγείρονται και καθιερώνονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης – άδειας του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνώμης του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας, στη γεωγραφική ενότητα της οποίας πρόκειται να ανεγερθεί ο Ιερός Ναός. Η άδεια δόμησης εκδίδεται από τις κατά νόμο αρμόδιες υπηρεσίες δόμησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 3/2015 της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.

β. Οι Ιεροί Ναοί της παρούσας παραγράφου λειτουργούν προς εξυπηρέτηση των αναγκών του προσωπικού και των τροφίμων ή των μελών των νομικών προσώπων στα οποία ανήκουν, κατόπιν συγκαταθέσεως και κανονικής άδειας του οικείου Αρχιερέως, και σύμφωνα με κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος συντάσσεται από το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο και εγκρίνεται από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης.

γ. Οι Ιεροί Ναοί της παρούσας παραγράφου, οι οποίοι δεν έχουν ανεγερθεί νομίμως ή δεν διαθέτουν κανονισμό λειτουργίας ή τίθενται σε δημόσια λατρεία, καθίστανται Προσκυνηματικοί Ιεροί Ναοί ή Παρεκκλήσια της πλησιέστερης Ενορίας, με απόφαση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

δ. Τις πνευματικές και λειτουργικές ανάγκες των Ιερών Ναών της παρούσας παραγράφου εξυπηρετούν Εφημέριοι οι οποίοι ορίζονται από τον οικείο Αρχιερέα.

ε. Τη διοίκηση και διαχείριση των Ιερών Ναών της παρούσας παραγράφου ασκεί πενταμελές Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο αποτελείται από τον Εφημέριο ως Πρόεδρο και τέσσερα λαϊκά μέλη. Τον Πρόεδρο και τα δύο λαϊκά μέλη ορίζει ο οικείος Αρχιερεύς, ενώ τα άλλα δύο λαϊκά μέλη ορίζονται με απόφαση του οικείου συμβουλίου διοίκησης του νομικού προσώπου στο οποίο ανήκει ο Ιερός Ναός, με τριετή θητεία.

στ. Τα έσοδα των Ιερών Ναών της παρούσας παραγράφου διατίθενται για τη λειτουργία και συντήρηση αυτών. Τυχόν πλεονάσματα διατίθενται υπέρ φιλανθρωπικών και προνοιακών δράσεων, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης αυτών.

3. Οι Ιδιωτικοί και οι Ιδρυματικοί Ιεροί Ναοί δύναται να μετατραπούν σε Παρεκκλήσια ή Εξωκκλήσια Ιερών Ενοριακών Ναών ή σε Ιερά Προσκυνήματα, με απόφαση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εφόσον παραχωρηθούν κατά κυριότητα ή αμετάκλητα κατά χρήση, με συμβολαιογραφική πράξη, σε Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως.

Άρθρο 17
Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων

1. Οι Ιεροί Κοιμητηριακοί Ναοί διακρίνονται σε:

α) Ιερούς Ναούς που αποτελούν έδρα Ενορίας ή ανήκουν σε Ενορίες ή Ιερές Μονές, ως Παρεκκλήσια ή Εξωκκλήσια αυτών.

β) Ιερούς Κοιμητηριακούς Ναούς που ανήκουν κατά κυριότητα σε Ο.Τ.Α.

2. Η διοίκηση και διαχείριση των Ενοριακών Κοιμητηριακών Ναών ασκείται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Ενοριακών Ιερών Ναών.

3. Οι υφιστάμενοι Ιεροί Κοιμητηριακοί Ναοί ανήκουν κατά κυριότητα, διαχείριση και διοίκηση στις Ενορίες στις οποίες μέχρι σήμερα υπάγονται.

4. Η διοίκηση και διαχείριση των Ιερών Κοιμητηριακών Ναών που ανήκουν σε Ο.Τ.Α. ασκείται ως εξής:

α) Οι Ιεροί Κοιμητηριακοί Ναοί, που ανήκουν κατά κυριότητα σε Ο.Τ.Α. με πληθυσμό κάτω των 50.000 κατοίκων, διοικούνται και εξυπηρετούνται από την Ενορία στην οποία υπάγονται, ενώ τα έσοδα του Ιερού Ναού διατίθενται υπέρ αυτής.

β) Οι Ιεροί Κοιμητηριακοί Ναοί, που ανήκουν κατά κυριότητα σε Ο.Τ.Α. με πληθυσμό άνω των 50.000 κατοίκων, σύμφωνα με την ισχύουσα επίσημη απογραφή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, διοικούνται από κοινού από τις Ιερές Μητροπόλεις και τους Ο.Τ.Α., σύμφωνα με όσα ορίζονται στις ακόλουθες παραγράφους.

γ) Τις πνευματικές και λειτουργικές ανάγκες των Ιερών Κοιμητηριακών Ναών της περιπτώσεως β΄ της παρούσας παραγράφου εξυπηρετούν Εφημέριοι, οι οποίοι ορίζονται από τον οικείο Αρχιερέα.

δ) Τη διοίκηση και διαχείριση των Ιερών Κοιμητηριακών Ναών της περιπτώσεως β΄ της παρούσας παραγράφου ασκεί πενταμελές Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο αποτελείται από έναν εκ των Εφημερίων ως Πρόεδρο και τέσσερα λαϊκά μέλη. Τον Πρόεδρο και τα δύο λαϊκά μέλη ορίζει ο οικείος Αρχιερεύς, ενώ τα άλλα δύο λαϊκά μέλη ορίζονται με απόφαση του οικείου συμβουλίου διοίκησης του οικείου Ο.Τ.Α., με τριετή θητεία.

ε) Οι εξυπηρετούντες τους Ιερούς Κοιμητηριακούς Ναούς της περιπτώσεως β΄ της παρούσας παραγράφου ιεροψάλτες και νεωκόροι ορίζονται και αποζημιώνονται με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, από τα έσοδα του Ιερού Ναού.

στ) Τα έσοδα των Ιερών Κοιμητηριακών Ναών της περιπτώσεως β΄ της παρούσας παραγράφου διατίθενται για τη λειτουργία και συντήρηση αυτών.

Τυχόν πλεονάσματα διατίθενται υπέρ εκκλησιαστικών ευαγών ιδρυμάτων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης αυτών.

Άρθρο 18
Περί εκμισθώσεων ακινήτων

1. Κάθε εκμίσθωση ακινήτου που ανήκει σε Ενορία πραγματοποιείται κατόπιν διενέργειας φανερού πλειοδοτικού διαγωνισμού. Τους όρους του διαγωνισμού συντάσσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και εγκρίνει το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Δημοσίευση της περίληψης των όρων αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων της Ενορίας ή και στην ιστοσελίδα αυτής, καθώς και σε μία ημερήσια εφημερίδα της τοποθεσίας του ακινήτου, δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν την διεξαγωγή του διαγωνισμού.

2. Στους όρους τους διαγωνισμού πρέπει να περιέχονται απαραιτήτως τα ακόλουθα:

α. Για να συμμετάσχει κάποιος στον διαγωνισμό, θα πρέπει να καταθέσει ως εγγύηση συμμετοχής χρηματικό ποσό ίσο με το διπλάσιο του όρου πρώτης προσφοράς.

β. Στον διαγωνισμό δεν δύνανται να συμμετάσχουν οφειλέτες του Δημοσίου, των Ιερών Ναών, των Ιερών Μονών, των Ο.Δ.Μ.Π. Κρήτης και των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων εν γένει.

γ. Τα έξοδα της διακήρυξης και διεξαγωγής του διαγωνισμού, καθώς και της σύνταξης του μισθωτηρίου συμφωνητικού βαρύνουν τον τελευταίο πλειοδότη.

δ. Το μίσθιο δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αντίθετους με τα χρηστά ήθη.

ε. Κάθε δαπάνη επισκευής και συντήρησης του μισθίου, αναγκαία, επωφελής ή και πολυτελής, θα βαρύνει αποκλειστικά τον μισθωτή και θα παραμένει υπέρ του μισθίου και του εκμισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης, χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης του μισθωτή, εκτός εάν υφίσταται προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, εγκεκριμένη από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, και

στ. Για την μίσθωση θα πρέπει να εγγυηθεί υπέρ του μισθωτή και ένας τουλάχιστον αξιόχρεος εγγυητής.

3. Ο διαγωνισμός διεξάγεται δημόσια και προφορικά στα γραφεία της Ενορίας, ενώπιον του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Οι ενδιαφερόμενοι, αφού καταβάλουν την σχετική εγγύηση συμμετοχής, υπογράφουν υπεύθυνη δήλωση ότι έλαβαν γνώση των όρων του διαγωνισμού, τους οποίους αποδέχονται ανεπιφύλακτα, και ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν το μίσθιο για σκοπούς αντίθετους με τα χρηστά ήθη. Εάν κάποιος συμμετέχει για λογαριασμό άλλου, θα πρέπει να δηλώσει τούτο προς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, πριν την έναρξη της δημοπρασίας, άλλως θεωρείται ότι συμμετέχει για τον εαυτό του. Ο πλειοδότης ο οποίος θα προσφέρει το μεγαλύτερο μίσθωμα έως την λήξη του διαγωνισμού ανακηρύσσεται τελευταίος πλειοδότης. Μετά το πέρας του διαγωνισμού, σε όλους τους πλειοδότες, πλην του τελευταίου, επιστρέφεται στο ακέραιο η εγγύηση συμμετοχής.

4. Το πρακτικό της δημοπρασίας υπογράφεται από τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και τον τελευταίο πλειοδότη. Εν συνεχεία αποστέλλεται στο οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο προς έγκριση. Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις ή τούτες κριθούν αβάσιμες, καλείται εγγράφως ο τελευταίος πλειοδότης να υπογράψει την σύμβαση μίσθωσης εντός δέκα ημερολογιακών ημερών, μαζί με έναν τουλάχιστον αξιόχρεο εγγυητή. Εάν αυτός, μαζί με τον εγγυητή, δεν προσέλθουν εντός της ως άνω προθεσμίας, κηρύσσεται έκπτωτος και η εγγύηση συμμετοχής καταπίπτει υπέρ της Ενορίας. Εάν ο πλειοδότης προσέλθει και υπογράψει την σύμβαση μίσθωσης, η εγγύηση συμμετοχής, αντικαθίσταται από εγγύηση καλής εκτέλεσης της σύμβασης, η οποία ισούται με το διπλάσιο του μηνιαίου μισθώματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την πλειοδοσία.

5. Εάν ο διαγωνισμός κηρυχθεί άγονος ή τυχόν ενστάσεις κριθούν βάσιμες, επαναλαμβάνεται με απλή ανακοίνωση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, η οποία παραπέμπει στην αρχική διακήρυξη, και η οποία αναρτάται, πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν την επαναληπτική διεξαγωγή του, στον πίνακα ανακοινώσεων της Ενορίας ή και στην ιστοσελίδα αυτής.

6. Εάν ο διαγωνισμός αποβεί άγονος και δεύτερη φορά, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, κατόπιν σχετικής εγκρίσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, δύναται να μειώσει την τιμή πρώτης προσφοράς και εάν και πάλι ο διαγωνισμός αποβεί άγονος δύναται να εγκρίνει την απευθείας εκμίσθωση του ακινήτου, για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα τέσσερα έτη.

Άρθρο 19
Περί εκποιήσεως ακινήτων

1. Κάθε εκποίηση ακινήτου που ανήκει σε Ενορία πραγματοποιείται με την διενέργεια φανερού πλειοδοτικού διαγωνισμού.

2. Προκειμένου να ορισθεί η τιμή εκκίνησης του διαγωνισμού, προηγείται εκτίμηση της αξίας του ακινήτου είτε από ορκωτό εκτιμητή είτε από τριμελή επιτροπή ειδικών, σύμφωνα με απόφαση του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου δεν πρέπει να απέχει από την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού χρονικό διάστημα άνω του έτους.

3. Τους όρους του διαγωνισμού συντάσσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και εγκρίνει το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Δημοσίευση της περίληψης των όρων αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων της Ενορίας ή και στην ιστοσελίδα αυτής, καθώς και σε μία ημερήσια εφημερίδα της τοποθεσίας του ακινήτου, τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν την διεξαγωγή του διαγωνισμού.

4. Στους όρους τους διαγωνισμού πρέπει να περιέχονται απαραιτήτως τα ακόλουθα:

α. Για να συμμετάσχει κάποιος στον διαγωνισμό, θα πρέπει να καταθέσει ως εγγύηση συμμετοχής χρηματικό ποσό ίσο με το 1/20 του όρου πρώτης προσφοράς.

β. Στον διαγωνισμό δεν δύνανται να συμμετάσχουν οφειλέτες του Δημοσίου, των Ιερών Ναών, των Ιερών Μονών, των Ο.Δ.Μ.Π. Κρήτης και των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων εν γένει.

γ. Τα έξοδα της διακήρυξης και διεξαγωγής του διαγωνισμού, καθώς και της σύνταξης του σχετικού συμβολαίου και μεταγραφής του βαρύνουν τον τελευταίο πλειοδότη.

5. Ο διαγωνισμός διεξάγεται δημόσια και προφορικά στα γραφεία της Ενορίας, ενώπιον του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και Συμβολαιογράφου. Οι ενδιαφερόμενοι, αφού καταβάλουν την σχετική εγγύηση συμμετοχής, υπογράφουν υπεύθυνη δήλωση ότι έλαβαν γνώση των όρων του διαγωνισμού, τους οποίους αποδέχονται πλήρως και ανεπιφύλακτα. Εάν κάποιος συμμετέχει για λογαριασμό άλλου, θα πρέπει να δηλώσει τούτο προς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, καταθέτοντας ταυτοχρόνως και την σχετική εξουσιοδότηση πριν την έναρξη της δημοπρασίας, άλλως θεωρείται ότι συμμετέχει για τον εαυτό του. Ο πλειοδότης ο οποίος θα προσφέρει το μεγαλύτερο τίμημα έως τη λήξη του διαγωνισμού ανακηρύσσεται τελευταίος πλειοδότης. Μετά το πέρας του διαγωνισμού, σε όλους τους πλειοδότες, πλην του τελευταίου, επιστρέφεται στο ακέραιο η εγγύηση συμμετοχής.

6. Το πρακτικό της δημοπρασίας υπογράφεται από τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και τον τελευταίο πλειοδότη. Ένσταση για παραβίαση των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού δικαιούται να υποβάλει ενώπιον του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου όποιος έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού. Εν συνεχεία, το πρακτικό του διαγωνισμού, μετά τυχόν ενστάσεων, αποστέλλονται στο οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο προς έγκριση. Εφόσον η ένσταση γίνει δεκτή από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, ο διαγωνισμός ακυρώνεται, επιστρέφεται η εγγύηση συμμετοχής στον τελευταίο πλειοδότη και ορίζεται νέα ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού.

Εφόσον ο διαγωνισμός εγκριθεί, καλείται εγγράφως ο τελευταίος πλειοδότης να υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας εντός τριάντα ημερών. Εάν αυτός δεν προσέλθει εντός της ως άνω προθεσμίας, ο πλειοδότης κηρύσσεται έκπτωτος και η εγγύηση συμμετοχής καταπίπτει υπέρ της Ενορίας. Εάν ο πλειοδότης προσέλθει και υπογράψει το συμβόλαιο αγοραπωλησίας, η εγγύηση συμμετοχής συμψηφίζεται με το επιτευχθέν τίμημα, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα διακήρυξης και διεξαγωγής της δημοπρασίας.

Άρθρο 20
Περί Ερανικών Επιτροπών

1. Επιτρέπεται η σύσταση Ερανικών Επιτροπών και η διενέργεια εράνων από αυτές εντός της περιφέρειας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής ή των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης, με σκοπό την ανέγερση, αποπεράτωση, αγιογράφηση, επισκευή των Ιερών Ναών ή ενίσχυσης του κοινωνικού και ποιμαντικού έργου τους, μετά από απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Στη σχετική απόφαση θα πρέπει να μνημονεύεται ο σκοπός της διεξαγωγής του εράνου, ο τόπος και χρόνος διεξαγωγής αυτού και τα ονόματα των μελών της ερανικής επιτροπής.

2. Για τη διενέργεια εράνου και εκτός της περιφέρειας της οικείας Ιεράς Αρχιεπισκοπής ή Ιεράς Μητροπόλεως, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του οικείου Αρχιερέως, στην εκκλησιαστική επαρχία του οποίου θα διεξαχθεί ο έρανος, καθώς και η σχετική έγκριση των αρμόδιων κρατικών αρχών.

3. Η Ερανική Επιτροπή, μετά την κατά τα ως άνω σύστασή της, συγκροτείται σε σώμα και εκλέγει τον Ταμία αυτής. Πρόεδρος αυτής τίθεται αυτοδικαίως ο Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Με απόφαση της Ερανικής Επιτροπής ορίζονται οι ομάδες που θα διενεργήσουν τον έρανο.

4. Η Ερανική Επιτροπή οφείλει να εφοδιάζει τις ομάδες του εράνου με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, προκειμένου να αποδεικνύεται η νομιμότητα του εράνου κατά τους ελέγχους των κατά τόπους αστυνομικών αρχών.

5. Η Ερανική Επιτροπή διεξάγει τον έρανο με διάθεση προτυπωμένων δελτίων εισφορών συγκεκριμένης αξίας, τα οποία αριθμούνται και σφραγίζονται από την οικεία Ιερά Αρχιεπισκοπή ή Ιερά Μητρόπολη.

6. Η Ερανική Επιτροπή υποχρεούται:

α. Να μην διαθέτει αυτοβούλως το προϊόν του εράνου, ούτε και να προβαίνει σε κανένα εκκλησιαστικό έργο, αλλά να καταθέτει τούτο αμελητί στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η Ενορία.

β. Να ενημερώσει εγγράφως το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, εντός μηνός από το πέρας του εράνου, για το αποτέλεσμα αυτού και για το συνολικό χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε. Επίσης, να καταθέσει στην Ιερά Μητρόπολη, εντός της ιδίας προθεσμίας, τα αδιάθετα αριθμημένα και σφραγισμένα δελτία εισφορών.

7. Το αποτέλεσμα του εράνου εγγράφεται σε ειδικό πεδίο του απολογισμού της Ενορίας και δεν υπόκειται σε φορολογία.

Άρθρο 21
Μεταβατικές διατάξεις

1. Η θητεία των μελών όλων των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων των Ενοριών, ως και των Συμβουλίων Διοίκησης των Ιδρυματικών και Κοιμητηριακών Ιερών Ναών, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας Κρήτης λήγει αυτοδικαίως στις 31-12-2015. Η θητεία των νέων μελών άρχεται από 1-1-2016 και ο διορισμός τους θα διενεργηθεί βάσει του παρόντος Κανονισμού.

2. Οι ιδιώτες οι οποίοι, κατά την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού, έχουν ανεγείρει ιδιωτικό Ιερό Ναό χωρίς την σύμφωνη γνώμη – άδεια του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, δύνανται να αιτηθούν αυτή, εντός έτους από την δημοσίευση του παρόντος, προκειμένου να μην επέλθουν οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 16 παρ. 1, υποπ. γ’ του παρόντος Κανονισμού.

3. Τα νομικά πρόσωπα τα οποία, κατά την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος Κανονισμού έχουν ανεγείρει Ιερούς Ναούς, χωρίς την σύμφωνη γνώμη – άδεια του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, δύνανται να αιτηθούν αυτή εντός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος, αιτούμενα παράλληλα και τη σύνταξη κανονισμού λειτουργίας, προκειμένου να μην επέλθουν οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 16 παρ. 2, υποπ. γ’ του παρόντος Κανονισμού.

4. Ο Αρχιεπίσκοπος και οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας Κρήτης δύνανται να διορίζουν άγαμο κληρικό ως ιεροκήρυκα σε δέκα (10) Ενορίες της Επαρχίας τους, ο οποίος θα ασκεί ποιμαντική και πνευματική διακονία χωρίς να έχει ουδεμία διοικητική ή ενοριακή υποχρέωση.

α) Κληρικοί που υπηρετούν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή και στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας Κρήτης, δύνανται να υπηρετούν στην Πατριαρχική Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης, μετά από Πράξη των οικείων Αρχιερέων και εφ’ όσον διαθέτουν τα ανάλογα προσόντα

β) Επίσης λαϊκοί που υπηρετούν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας Κρήτης ή σε νομικά πρόσωπα της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας Κρήτης, δύνανται να υπηρετούν στην ανωτέρω Πατριαρχική Ακαδημία, εφ’ όσον διαθέτουν τα ανάλογα προσόντα, μετά από πράξη των οικείων αρχιερέων και μετά από απόφαση των οργάνων διοίκησης νομικών προσώπων που βρίσκονται στα κανονικά όρια της Εκκλησίας Κρήτης.

Άρθρο 22
Έναρξη ισχύος του Κανονισμού

Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού, ο οποίος δημοσιεύεται και στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας Κρήτης «Απόστολος Τίτος», αρχίζει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο Κανονισμός αυτός να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ηράκλειο Κρήτης, 8 Ιουνίου 2015
Ο Πρόεδρος
† Ο Κρήτης ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ