Ἀνακοινωθέν 5.11.2003

Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης πληροφορήθηκε μέ ὀδύνη τίς δηλώσεις τοῦ ἐπιτίμου Προέδρου τῆς Νέας Δημοκρατίας καί τέως Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέ τίς ὁποῖες προβάλλει τόν ἀνυπόστατο ἰσχυρισμό ὅτι οἱ κανονικές δικαιοδοσίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια καί δή στή Βόρεια Ελλάδα (Νέες Χῶρες) «μοιράζουν» τήν φιλτάτη Πατρίδα μας στά δύο μέ ἐθνικές συνέπειες.

Ὑπενθυμίζομε στόν Ἐξοχώτατο κ. Κ. Μητσοτάκη ἐκεῖνα τά ὁποῖα μεταξύ ἄλλων εἶπε ὡς Πρωθυπουργός τῆς Χώρας, στήν προσφώνησή του τό 1992 κατά τήν ἐπίσημη ὑποδοχή τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ στό Ἡράκλειο: «…Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε ὅτι εἴμαστε οἱ κληρονόμοι τῆς ἄλλοτε ἑλληνικῆς Οἰκουμένης. Ὅτι τό ὄνομα καί ὁ πολιτισμός πού κομίζουμε δέν πρέπει νά ἐξαντλεῖται στά γεωγραφικά μας σύνορα ἤ σέ ἕνα στενό ἐθνοκεντρισμό. Ἡ παρουσία Σας (Παναγιώτατε) σήμερα ἐδῶ αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ὑπενθυμίζει. Ὅτι ἡ ἑλληνικότητα ἔχει νόημα καί ἱστορική δυναμική ὅταν ὑπηρετεῖ μιά πρόταση ζωῆς μέ οἰκουμενική ἐμβέλεια…»

Θά ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ κ. Πρόεδρος ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν εἶναι Σκοπιανό ζήτημα, ὅπως μᾶς ἔλεγε παλιότερα: «ποιός θά τό θυμᾶται μετά ἀπό δέκα χρόνια;». Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι Πανίερος Θεσμός χιλιετιῶν.

Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἔστω καί ἄν ὁ κ. Πρόεδρος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑστεροφημία του, διερωτᾶται, γιατί τώρα, θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τό ἡμιαυτόνομο Καθεστώς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί φέρεται νά ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κρήτης διοικεῖται μέ Καταστατικό Χάρτη (Νόμος 4149/1961), ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἐξέλιξη ἐκείνου πού ὑπέγραψε ὁ μεγάλος Κρητικός Ἐλευθέριος Βενιζέλος; Ἐάν μάλιστα μικροπολιτικές σκοπιμότητες ὑπαγορεύουν εἰς τόν κ. τέως Πρωθυπουργό τήν στάση αὐτή, τότε ἡ Ἐκκλησία Κρήτης τοῦ ἐκφράζει τή βαθύτατη θλίψη της.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τέλος, κάνει γνωστό στόν κ. Κ. Μητσοτάκη, ἄν δέν τό γνωρίζει, ὅτι ἡ ἀφοσίωση τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ Λαοῦ τῆς Μεγαλονήσου πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι καί θά παραμένει ἀμείωτη, διηνεκής καί ἀδιαπραγμάτευτη.