Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης καί Αρκαδίας

Σύντομη Ιστορική Επισκόπηση

Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας (www.imga.gr)

Η Αποστολική Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας υπήρξε το λίκνο του εκχριστιανισμού της Κρήτης. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια και για μία περίπου χιλιετία ήταν το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της Μεγαλονήσου. Η αρχαία Γόρτυνα ως πολιτική πρωτεύουσα της Κρήτης και της Κυρηναϊκής, τόσο κατά τη Ρωμαϊκή, όσο και κατά το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής περιόδου, αναδείχθηκε ως κέντρο της ιεραποστολικής δράσης των Αποστόλων Παύλου και Τίτου.

Η πρώτη επαφή του Απ. Παύλου με την Κρήτη, ήταν το Φθινόπωρο του 59-Χειμώνα του 60, όταν οδηγείτο ως αιχμάλωτος στη Ρώμη για να δικαστεί. Τότε το πλοίο που τον μετέφερε προσορμίστηκε λόγω καιρικών συνθηκῶν «εἰς τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας, ᾧ ἐγγύς ἦν πόλις Λασαία» (Πράξ. 27, 8).

Αργότερα, κατά την Δ΄ αποστολική του περιοδεία, δηλαδή κατά το Θέρος του 63, ο Απ. Παύλος εγκατέστησε τον Απ. Τίτο στην Κρήτη «…κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ…» (Τίτ. 1,5) για την οργάνωση της Εκκλησίας της Νήσου. Κέντρο και έδρα της ιεραποστολικής δράσεως του Απ. Τίτου υπήρξε η Γόρτυνα.

Ο Απ. Τίτος χειροτόνησε τους πρώτους Επισκόπους σε διάφορες πόλεις της Νήσου, ενώ οι διάδοχοί του στη Γόρτυνα κατά τα μεταποστολικά χρόνια, έχοντας τα πρεσβεία τιμής μεταξύ των υπολοίπων Επισκόπων της, προήδρευαν των Τοπικών Συνόδων.

Σπουδαίοι διάδοχοι του Απ. Τίτου στη Μητρόπολη Γορτύνης κατά τα μεταποστολικά χρόνια υπήρξαν ο Αγ. Φίλιππος, ο Διόσκορος, ο Κρήσκης, ο Ιερομάρτυς Κύριλλος, ο Ιερομάρτυς Πέτρος ο Νέος και ο Άγ. Παύλος, ο οποίος και έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Αγ. Δέκα, οι οποίοι είχαν μαρτυρήσει επί Δεκίου το 250 στη Γόρτυνα.

Με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αναγνωρίζονται και θεσμοθετούνται πλέον τα μητροπολιτικά δίκαια και του Επισκόπου Γορτύνης στη λειτουργία του Συνοδικού σώματος των Επισκόπων της Νήσου. Σε ολόκληρη την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (330-824/8), η Ι. Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης είχε την έδρα της στη Μητρόπολη Γορτύνης. Κατά την Α΄ Βυζαντινή περίοδο, την εποίμαναν σπουδαίοι Ιεράρχες όπως οι θαυματουργοί Άγ. Μύρων και Άγ. Ευμένιος και άλλοι με απαράμιλλο, ποιμαντικό, ιεραποστολικό, αντιαιρετικό και θεολογικό έργο, όπως οι Άγιοι Ικόνιος, Μαρτύριος, Θεόδωρος, Βασίλειος και Ηλίας, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ’, Πενθέκτη και Ζ΄ αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ξεχωριστή για ολόκληρη τη Νήσο, υπήρξε κατά το πρώτο μισό του 8ου αιώνα η αρχιερατεία του Αγ. Ανδρέου Κρήτης του Υμνογράφου.

Την άνθιση της Εκκλησίας της Κρήτης ανέκοψε η αραβική κατάκτηση το 824. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, είναι γνωστά 27 ονόματα Επισκόπων Γορτύνης-Αρχιεπισκόπων Κρήτης, δηλαδή από τον Απ. Τίτο μέχρι τον Αγ. Ευτύχιο.

Επίσκοποι πλέον δεν υπήρχαν, ενώ ο λαός περιήλθε σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της σκληρής δουλείας και του βίαιου εξισλαμισμού. Κατά την περίοδο αυτή (824-961) αναφέρονται δύο υπερόριοι Μητροπολίτες Κρήτης με το όνομα Βασίλειος. Οι Άραβες κατέστρεψαν τη Γόρτυνα και μετέφεραν το πολιτικό κέντρο της Κρήτης στο βορρά, στην πολίχνη του Ηρακλείου, που ήταν και έδρα Επισκοπής, την οποία οχύρωσαν με βαθειά τάφρο ένεκα της οποίας έλαβε το όνομα Χάνδακας.

Με την απελευθέρωση της Κρήτης το 961 από τον Μεγάλο και ευσεβή Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την επανασύσταση των Επισκοπών της. Η έδρα όμως της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στο Χάνδακα, ενώ η περιφέρεια της παλαιάς Μητροπόλεως, με έδρα τη Γόρτυνα, συνέχισε να αποτελεί τμήμα της Μητροπόλεως Κρήτης.

Για τον επανευαγγελισμό των Κρητών, εργάστηκαν ιεραποστολικά κατά την περίοδο αυτή ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος από το χωριό Σίβα της Μεσαρας και ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Από τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) σώζονται αρκετά ονόματα Μητροπολιτών Κρήτης, ο σπουδαιότερος των οποίων είναι ο Ηλίας, ο οποίος υπήρξε λόγιος και σπουδαίος συγγραφέας και κανονολόγος.

Το 1204 η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Ενετούς οι οποίοι εκδίωξαν τους Ορθόδοξους Αρχιερείς, εγκατέστησαν λατίνους, άσκησαν αφόρητες πιέσεις – μαρτύρια, αλλά και προπαγάνδα. Οι χειροτονίες των διακόνων και πρεσβυτέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνονταν εκτός Κρήτης.

Κατά την περίοδο αυτή έδρασαν στην Κρήτη με πρόνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί άνδρες για τη στήριξη της Ορθοδοξίας, όπως ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος, ο Αθηνών Άνθιμος και Πρόεδρος Κρήτης (1340-1366) και ο Όσιος και Ομολογητής μοναχός Ιωσήφ ο Βρυέννιος.

Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή τα ορθόδοξα μοναστήρια, τα οποία συνέβαλαν τόσο στη διατήρηση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όσο και στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών. Σημαντικά ορθόδοξα μοναστήρια της σημερινής δικαιοδοσίας της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας τα οποία γνώρισαν μεγάλη άνθιση ήταν· οι Ι. Μονές Βαλσαμονέρου, Βροντησίου, Καρδιωτίσσης, Οδηγητρίας, Απεζανῶν, «Κυριελέησον», (σημερινό χωριό Καπετανιανά), Τριών Ιεραρχών στον Κόφινα, και πλήθος ασκητηρίων κυρίως στα Αστερούσια Όρη. Ακόμη έδρασαν άγιοι μοναχοί, όπως ο ασκητής Αρσένιος ο οποίος δίδαξε τον τρόπο της νοεράς προσευχής στον Άγ. Γρηγόριο το Σιναΐτη και δι᾽ αυτού διαδόθηκε στον Άθω, αλλά και λόγιοι, όπως ο Ιωσήφ ο Φιλάγρης.

Το 1669 οι Οθωμανοί κατέλαβαν οριστικά την Κρήτη εκδιώκοντας τους Ενετούς. Η Εκκλησία της Κρήτης αναδιοργανώθηκε ως Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου με την ανασύσταση της Ι. Μητροπόλεως Κρήτης και των περισσοτέρων Επισκοπών. Το Ηράκλειο εξακολουθούσε να είναι η έδρα του Μητροπολίτη και της Ι. Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, της οποίας όμως η πλήρης κανονική λειτουργία δεν ήταν δυνατή λόγω των κατακτητών. Μόνο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κατόρθωσε να λειτουργήσει πιο συγκροτημένα.

Ο Μητροπολίτης συμμετείχε στήν Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την οποία και εκλεγόταν, ενώ με πρωτοβουλία του διενεργούντο οι εκλογές των Επισκόπων της Κρήτης, οι οποίες επικυρώνονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όσα από τα μοναστήρια δεν καταστράφηκαν από τους κατακτητές, συνέχισαν να λειτουργούν είτε ως Σταυροπήγια είτε ως Επισκοπικά, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη διατήρηση της Ορθοδόξου πίστεως και της ρωμαίικης αυτοσυνειδησίας. Αρκετοί είναι επίσης και οι Νεομάρτυρες κατά την περίδο αυτή.

Με την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς το 1900 και την αναγνώριση της τότε αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αναδιοργανώθηκε και η Εκκλησία, διατηρώντας απαρασάλευτη την κανονική και διοικητική της υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με τον Καταστατικό Νόμο 276/1900 ανασυστάθηκε η Επισκοπή Αρκαδίας, αλλά σε νέα Επαρχία, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Μητροπόλεως Γορτύνης και με έδρα τους Αγίους Δέκα. Ως Επίσκοπος εγκαταστάθηκε ο Βασίλειος (Μαρκάκης), (1902-1940) μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης. Τον διεδέχθη ο πολύς Ευγένιος (Ψαλιδάκης), (1946-1950) μεταφέροντας την έδρα στις Μοίρες και εκείνον ο Τιμόθεος (Παπουτσάκης), (1956-1978), μετέπειτα Αρχιεπίσκοποι Κρήτης, τον δε Τιμόθεο, ο Κύριλλος (Κυπριωτάκης), (1980-2005).

Με το νεώτερο και ακόμη ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη Ν. 4149/1961 η Επισκοπή Αρκαδίας ονομάστηκε Επισκοπή Γορτύνης και Αρκαδίας. Το 1967 ανυψώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε Μητρόπολη.

Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας από το έτος 2005 είναι ο Σεβασμιώτατος κ. Μακάριος (Δουλουφάκης).