Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου κατα την εκδήλωση προς τιμην του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρητης κ.κ. Ειρηναίου δια την δεκαετιαν της αρχιεπισκοπικής αυτου διακονιας
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ
Ἡράκλειο, 23 Αὐγούστου 2017
***
Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδός μας, μοῦ ἀνέθεσε νά ὁμιλήσω αὐτήν τήν ἐπίσημη ὥρα ἤ καλύτερα, ὅπως προσωπικά τό αἰσθάνομαι, αὐτήν τήν ὄμορφη οἰκογενειακή μας ἑορτή γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπό μας, γιά τόν Πρῶτο μας, ὄχι στό ἀξίωμα μέ κοσμική θωριά, ἀλλά στήν θυσία, στήν ἀγωνιστικότητα, στήν πνευματική ἀξιωσύνη, στήν ἀληθινή λεβεντιά τῆς πιστότητας καί τοῦ ἱεροῦ χρέους.
ΣτόκέλευσματῆςἹερᾶςἘπαρχιακῆςμαςΣυνόδουὑπακούονταςκαίμέσαστόχρόνοπούμοῦχαρίζειἡἀγάπητῶνὑπότήνπροεδρίατοῦἁγίουΚισάμουΣεβασμίωνΜελῶντῆςΣυνοδικῆςἘπιτροπῆςγιάτήνὈργάνωσητῶνΤιμητικῶναὐτῶνἘκδηλώσεων, τήνὉποίακαίεὐχαριστῶἀπόκαρδιᾶς, στέκομαιμπροστάσαςγιάνάἀρθρώσωλόγοτιμῆςστόνἈρχιεπίσκοπόμαςγιάτήνσυμπλήρωσηδέκακαίπλέονἐτῶνδιακονίας.
Νοιώθω τόσο ἀμήχανα κυττάζοντάς Τον καί κυττάζοντάς σας καί ἀναρωτιέμαι. Τώρα τί νά πῶ; Ἕνας ἄνθρωπος πού αἰσθάνεται ἀμμόλοφος τί μπορεῖ νά ψελλίσει γιά τόν Ψηλορείτη; Μόνο νά τόν θαυμάζει μπορεῖ καί νά τόν καμαρώνει… Τί ἄλλο μπορεῖ νά κάνει ἀπό τό νά σκαρφαλώνει κάποτε στίς πλαγιές του γιά νά γεμίσουν τά πνευμόνια του ἀέρα καθαρό, νά ἀνεβαίνει στήν κορυφή του γιά νά ἀνοίγεται ἡ σκέψη καί ἡ ματιά του στούς ὁρίζοντες. Νά πιάνει τό μίτο καί νά πορεύεται ὅπου τόν πάει τό κουβάρι, γιά νά βρεῑ, γιά νά βγεῑ, γιά νά μάθει, γιά νά ζήσει.
Κάπως ἔτσι εἶμαι βέβαιος νοιώθει καθένας μας ἐδῶ καί ὄχι μόνο ἐγώ, ἀδύναμος νά ψελλίσει ὅσα ἡ καρδιά αἰσθάνεται καί ὑπαγορεύει στή σκέψη καί τό λόγο. Αὐτήν τήν ἀδυναμία λοιπόν, πού γίνεται δύναμη, ἤλθαμε ἀπόψε νά καταστρώσομε ὅλοι ἐμεῖς ἐδῶ σέ ἕνα ἱερό κώδικα, βουτώντας τίς πένες μας στῶν καρδιακῶν μας χώρων τά μελανοδοχεῖα, γιά νά τό προσφέρομε στόν Ἀρχιεπίσκοπό μας, ἐλάχιστο ἀντιδώρημα φιλοπάτορος εὐγνώμονος διαθέσεως.
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Σεβαστείας κ.κ. Δημήτριε, Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Πατρός καί Πατριάρχου μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, καί τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας.
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Πέτρας, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀλξανδρείας κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Κρητός.
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί.
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες καί ὅσοι ἐκπροσωπεῖτε ἀπόψε ἐδῶ τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης.
Θά ἤθελα ξεκινώντας, καί πρίν στρέψω τόν λόγο πάλι σέ ἐσᾶς, νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀπευθυνθῶ στόν τιμώμενο Ἀρχιεπίσκοπό μας, γιά νά τοῦ πῶ εὐθύς ἐξαρχῆς.
Σεβασμιώτατε, γνωρίζω καλά πώς ἀπόψε ὑποφέρετε. Πώς ὅλα αὐτά πού λέγω καί πού θά πῶ στήν συνέχεια, στ᾿ αὐτιά Σας ἠχοῦν ἀνυπόφορα. Πώς θά προτιμούσατε νά μήν τά ἀκούγατε, ἀκόμη καί νά μήν γίνονταν ποτέ αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις γιά Σᾶς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν τίς χρειάζεσθε. Τίς χρειαζόμαστε ὅμως ἐμεῖς. Τίς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Καί παρακαλῶ νά τίς δεχθεῖτε μέ τόν ἴδιο τρόπο πού πρίν λίγα χρόνια ὁ Γέροντάς Σας, ὁ πολιός Κισάμου καί Σελίνου Εἰρηναῖος, τίς ἀντιμετώπιζε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μιά ἐκδήλωση ὅμως σάν τήν ἀποψινή μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ σάν περιαυτολογία ἤ σάν μαρτυρία. Ἡ ἰδιότητά μου καί ἡ ἡλικία μου δέν ἐπιτρέπουν τήν περιαυτολογία. Ὁ Χριστός παράγγελνε στούς Μαθητές Του καί μαζί μ᾿ αὐτούς σέ ὅλους ἐκείνους πού θά Τόν ἀκολουθοῦσαν στούς αἰῶνες, νά μή ζητοῦνε ἀμοιβές καί ἐπαίνους γιά αὐτό πού κάνουνε καί λένε. Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι εἶχα καί ἔχω ἀκόμη δισταγμούς γι᾿ αὐτήν τήν ἐκδήλωση. Τήν ἀποδέχομαι ὅμως σάν Μαρτυρία, μέ τήν ἔννοια πού τή δέχτηκαν πάντα οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης καί τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μεταδώσουν στούς ἄλλους ὄχι τά λόγια καί τά ἔργα των, ἀλλά τά λόγια καί τά ἔργα πού ὁ Θεός μεταφέρει στόν κόσμο μέσα ἀπό τήν καρδιά καί τή ζωή των».
Μιά μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτό πού γίνεται καί ἀπόψε μέ πρωτοβουλία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, μιά παιδαγωγία γιά ὅλους μας, καί ὄχι μία φιλοφρόνηση, μία «πρόσρησις ψιλή», ὅπως θά ἔγραφε ὁ ἱερός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ὠφελεῖ, ἀλλά πού ἀπό αὐτήν «μᾶλλον θόρυβος γίνεται» καί μόνο «ἀγάπην γνησίαν» δέν φανερώνει.
Θά μπορούσατε, καί τό κάνετε μέ τόν δικό Σας τρόπο καθημερινά, νά ἐπαναλάβετε τό παύλειο· «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλάτ. στ΄ 14). Θά μπορούσατε ἀκόμη καί νά μέ διακόψετε, ἀλλά μήν τό κάμετε. Γιατί ἀπόψε τιμοῦμε τό πρόσωπό Σας καί συνάμα τόν θεσμό, ἀπόψε ὅλοι ἐμεῖς, στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στήν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία πού ἔχει τήν κανονική ἐξάρτηση της ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῑο, στήν συντεταγμένη μας Ἐκκλησία, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Γέροντάς μου, ὁ μακαριστός Νεκτάριος, τιμοῦμε τόν Πρῶτο μας καί τιμούμαστε ταυτόχρονα ὅλοι. Ἄν θέλετε μπορεῖτε νά τά ἀρνηθεῖτε, ἀφοῦ καί ὁ λαός μας ὁ σοφός τό προστάζει αὐτό μέ τόν τρόπο του· «στόν ἄνδρα δέν εἶναι πρεπό νά λέει, νά καυχιέται· οἱ ἄλλοι νά τά διαλαλοῦν κι ἐκεῖνος νά τ᾿ ἀρνιέται»· ἀλλά ἀφῆστε μας πρῶτα νά τά διαλαλήσομε.
Θά ἤθελα λοιπόν, ξεκινώντας, νά Σᾶς ὑπενθυμίσω μέ βαθειά συγκίνηση τά ὅσα ἔλεγε σέ Ἐσᾶς, σαράντα δύο χρόνια πρίν, τήν 23η Φεβρουαρίου 1975, ἡ βαθειά φωνή ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ γίγαντα, τοῦ Κρήτης Εὐγενίου, μέσα στόν Ναό τοῦ Ἁη Καπετάν-Μηνᾶ τοῦ Μεγάλου Κάστρου, κατά τήν μεγάλη ὥρα τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας Σας:
«Θεοφιλέστατε»,Σᾶς ἔλεγε ὁ Μεγάλος Πρωθιεράρχης, «Ἡ χαρά ἐκ τῆς ἀναδείξεως ὑπό τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου καί τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας, διά παμψηφίας,… πληροῦται σήμερον ὡς μεγάλη χαρά τῆς Ἀποστολικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, διά τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας τῆς Θεοφιλίας σου, τοῦ Ἐψηφισμένου Μητροπολίτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου.
Συναγάλλεται δ᾿ ἡμῖν καί ἡ ἐκθρεψαμένη σε εἰς τήν Ἱεράν Ἐπιστήμην στοργική πνευματική Τροφός, γεραρά Ἱερά Θεολογική Σχολή Χάλκης, καί ἡ Προκαθημένη τῆς ἀγάπης τῶν κατ᾿ ἀνατολάς Ἐκκλησιῶν, Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, τοῦ σεβασμίου σώματος τῆς ὁποίας ἀχώριστον μέλος τυγχάνει ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, τιμῶσα σε ὡς τέκνον Αὐτῆς πεφιλημένον διά τῶν συλλειτουργούντων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν ἐκ τῶν συγκροτούντων τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, Σταυρουπόλεως κ. Μαξίμου – τοῦ πολυσεβάστου πνευματικοῦ Πατρός καί σοφοῦ Σχολάρχου σου – καί Κολωνίας κ. Γαβριήλ.
Ἡ ἀρτία θεολογική καί θύραθεν κατάρτισίς σου, ἡ ἀναμφισβήτητος ὀρθόδοξος πνευματικότης σου καί ἡ μέχρι τοῦδε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ἐκπαιδεύσει πλουσία διακονία καί προσφορά σου ἐπιμαρτυροῦσιν, ὅτι μέλλεις νά διακονήσῃς θεοφιλῶς τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ λαχούσῃ σοι Θεοσώστῳ ἐπαρχίᾳ ὡς «ὁ Καλός Ποιμήν», λαόν τοῦ Θεοῦ, ἔργοις λάμπουσιν Ὀρθοδοξίας, ὡς πιστός Φύλαξ τῆς κανονικῆς τάξεως καί τῆς κοινῆς ἑνώσεως ἐν τῷ σώματι τῆς Τοπικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου, ὡς πιστός Ἐκφραστής τῆς ἀληθείας τῆς Μιᾶς ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Ἐκκλησίας καί ὡς διάκονος τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, ἥτις, κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν πεπνυμένην ἡγεσίαν τῆς Α. Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριάρχου κ.κ. Δημητρίου καί τῆς περί Αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου. (…) Μίμησις Χριστοῦ καί μαρτυρία αἰτεῖται ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος ἐν τῇ διακονίᾳ του διά τόν ἄνθρωπον. (…) Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πραγματοποιεῖται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν ἀνθρώποις. Θεοφιλέστατε, Ἐν τῇ Πίστει ταύτῃ βίωσον τήν ἀρχιερωσύνην σου: «Κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἐν τῇ ἀποστολικῇ διακονίᾳ σου διά τόν λαόν τοῦ Θεοῦ… Ἐν τῇ πολυευθύνῳ δέ ταύτῃ διακονίᾳ σου ἔχε πάντοτε κατά νοῦν καί τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου: «Οὐδέν μοι ὠφελήσει τά τερπνά τοῦ κόσμου. Καλόν μοι ἀποθανεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνον ζητῶ τόν ὑπέρ ἡμῶν θανόντα. Ἐκεῖνον θέλω τόν δι᾿ ἡμᾶς Ἀναστάντα». Ἡ Χάρις αὐτοῦ μετά σοῦ».
Σκέπτομαι, στρέφοντας τόν λόγο σέ ἐσᾶς, ἀγαπητοί συνδαιτημόνες τῆς ἀποψινῆς πνευματικῆς μας συνεστιάσεως, πόσο προφητικός ἀποδεικνύεται τελικά αὐτός ὁ λόγος τέσσερις δεκαετίες μετά. Γιά τόν διάδοχό του καί ἄμεσο διάδοχο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, τόν 85ο στόν ἱερό κατάλογο τῶν Μητροπολιτῶν καί Ἀρχιεπισκόπων Κρήτης, τόν ἀπό Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Εἰρηναῖο τόν Ρεθύμνιο. Σκέπτομαι ἀκόμη πώς ὅ,τι ἔγινε ἀπό τότε κι ἔπειτα, γιά ἐκεῖνον καί ἀπό ἐκεῖνον, σέ αὐτούς τούς ἄξονες κινήθηκε, σέ αὐτά τά ἐφαλτήρια δοκιμάσθηκε, ἄντεξε, κατόρθωσε, μέ αὐτά τά αἰώνια ὑλικά οἰκοδόμησε ψυχές καί συνεχίζει νά τό πράττει ἀκούραστα.
Φυλλομετρώντας τό βιβλίο τῆς ζωῆς του, πού μάλιστα σήμερα ἀπέκτησε τίτλο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μας, ὀνομάζοντας το «Ὁ Θεός στήν Κρήτη» στό Σεπτό Πατριαρχικό μήνυμα πού κόμισε ὁ ἐκπρόσωπος Του Σεβ. Ἅγιος Σεβαστείας, σταματῶ σέ δυό-τρεῖς μόνο σελίδες της, γιά νά σᾶς τίς προσφέρω ὡς ἔναυσμα γιά νά προοδεύετε στήν ἀνάγνωσή του.
Πρώτη στάση σέ ἕνα κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Κωνσταντινούπολη – Χάλκη – Ἱερά Θεολογική Σχολή». Ἠχοῦσαν ἀκόμη, ὅταν τό 1953 ἀνέβαινε στό Λόφο τῆς Ἐλπίδος στήν ἐρατεινή Χάλκη, οἱ λόγοι τοῦ Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου, κατά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του ὡς Σχολάρχου δύο χρόνια πρίν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχη Ἄθηναγόρα: «Κατά τήν ἐπίσημον δέ ταύτην στιγμήν διαβεβαιοῦμαι ὅτι οὐδενός θέλω φεισθῇ κόπου καί μόχθου πρός δικαίωσιν τῶν ἐπ᾿ ἐμέ στηριχθεισῶν ἐλπίδων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδεμίαν θέλω ἀποφύγει θυσίαν πρός πραγμάτωσιν τοῦὑπό τῆς Τροφοῦ Σχολῆς στοχαζομένου ἱεροῦ σκοποῦ, τοῦ καταρτισμοῦ δηλονότι ψυχικῶς καί πνευματικῶς κληρικῶν ἀξίων της κλήσεως αὐτῶν, κληρικῶν διαπνεομένων ὑπό πνεύματος Χριστοῦ, (…) προθύμων νά θυσιάσωσι τό πᾶν πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ πλησίον...». Καί αὐτοί οἱ λόγοι βρῆκαν τήν δικαίωσή τους καί στό πρόσωπο τοῡ Ἄρχιεπισκόπου μας, πού τούς ἔκλεισε βαθειά στήν ψυχή του, πού τούς ἐνστερνίστηκε.
Ἑξήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τό 1957, ἀπό τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν Του στή Χάλκη, κι ἐκεῖνος εἶναι σάν ἐκείνην τήν ὥρα πού κατέβαινε τά σκαλοπάτια τῆς Σχολῆς, ἕτοιμος νά ἀνοιχθεῖ σέ ὁρίζοντες προσφορᾶς θυσιαστικῆς, ὅπως ἔμαθε ἀπό τό ἦθος τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, ὅπως διδάχθηκε σέ ἐκεῖνα τά ἁγιασμένα ἕδρανα.
Δεύτερη στάση στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Πίσω στήν Κρήτη». Κάποτε, μετά τήν διακονία Του στήν Ἀγγλία, μακριά ἀπό τήν πατρίδα, ἦλθε στήν Κρήτη ἤ μᾶλλον ἐπέστρεψε, ὅπως ὅλοι, ξένοι καί δικοί, πού ἐδῶ στήν Κρήτη μας δέν ἔρχονται ἀλλά ἐπιστρέφουν.
Καί ἀφουγκράστηκε ἕνα φλογερό κήρυκα πού ξεσήκωνε συνειδήσεις, τόν Κισάμου Εἰρηναῖο, νά λέει: «Γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός στάθηκε ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος· καί γιά τήν Κρήτη ὁ Χριστός ἐνσαρκώθηκε… Κρητικός· Ἀμπελουργός, Ζευγᾶς, Ποιμένας, Σύντεκνος καί Καπετάνιος. Ἀλέτρισε μέ τό Εὐαγγέλιό Του τό γόνιμο χωράφι τῆς κρητικῆς ψυχῆς, ἡμέρωσε μέ τή λατρεία Του τ᾿ ἄγρια παλικάρια τῶν βουνῶν μας, κάθισε μουσαφίρης στό σκαμνί μας, τραγούδησε στή λύρα μας πάνω ἀπό τά κάστρα καί τά μοναστήρια τοῦ μεγάλου νησιοῦ, στάθηκε προμάχος μας». Καί ἔγινε τότε ἀκόλουθός Του σέ μιά πορεία, σέ μιά ἱεραποδημία, σέ μιά ἱεραποστολή, πού φθάνει ἕως τήν ὥρα τούτη καί μέχρι νά θέλει ὁ Θεός.
Καί ἔμαθε κοντά του νά αἰσθάνεται καί νά λέει αὐτό πού συχνά ἐκεῖνος ἐπαναλάμβανε: «Πόσο μοῦ ἀρέσουν οἱ ἄνθρωποι πού κρατοῦν στόν ἕνα ὤμο τόν Σταυρό καί στόν ἄλλο τήν ἀγάπη! Κεῖνοι πού πίνουν ἀδιάκοπα ἀπό τό ποτήρι τῆς πίκρας καί ὅμως μιλοῦν πάντα μέ ὡραία λόγια. Κεῖνοι πού ζοῦνε σέ ἕνα καμίνι πυρωμένο καί ὅμως τραγουδοῦν γιά τόν Θεό. Κεῖνοι πού πονοῦν ἴσως στήν λάσπη καί στίς σκληρές πέτρες τῶν δρόμων τῆς ζωῆς, μά τά μάτια τῆς ψυχῆς τους εἶναι στραμμένα στά ὑπερκόσμια ὁράματα καί στόν Θεό!».
Καί ξεκίνησε μιά στράτα ζωῆς, κυττάζοντας τήν μιά ψηλά στόν οὐρανό, στόν Θεό, ζητώντας νά τοῦ γνωρίσει τήν ὁδόν Του γιά νά πορεύεται (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ΄ 8), καί τήν ἄλλη κυττάζοντας στήν γῆ, στόν ἄνθρωπο, γιά νά τοῦ πεῖ μέ τά λόγια πάλι τοῦ γέροντα Εἰρηναίου: «Θέλω νά ἔρθω νά σέ βρῶ, ὦ ἅγιο θῦμα τῆς ζωῆς, ἄνθρωπε τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς, καί νά σέ ἀσπαστῶ στό φωτεινό σου, μαρτυρικό μέτωπο. Ἄν εἶσαι ταπεινός ἄνθρωπος καί εἶσαι σκυμμένος στό χωράφι σου, στό ἐργαστήρι σου, στό νοικοκυριό, στό γραφεῖο σου καί μοχθεῖς καί διακονεῖς καί θυσιάζεσαι ἀθόρυβα καί ταπεινά γιά τό καλό τῶν ἄλλων, τότε κάνε πιστά τήν σιωπηλή σου θυσία καί νά εἶσαι σίγουρος ὅτι θά ἔρθει ἡ ἀναγνώριση. Τό ΦΩΣ θά λάμψει καί ἡ ΑΡΕΤΗ θά θριαμβεύσει».
Μιά τρίτη στάση ἐπιχειροῦμε στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ὕπαρξη Θεοειδής – Πολιτεία Ἀγγελοειδής». Σ᾿ αὐτό καταγράφεται πῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας ἔκανε ὅλη τήν ζωή του λιτή καί Λιτή. Ζωή πού ἐπιδέχεται τό ἐπίθετο «λιτή», μέ τήν ἔννοια τῆς λιτότητας, πού ἔχει γίνει ταυτόσημη μαζί του, ἀλλά καί μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐκείνη ἔννοια τῆς Λιτῆς, τοῦ οὐσιαστικοῦ πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα «λίτομαι», πού σημαίνει «ἱκετεύω» καί «θερμοπαρακαλῶ», τῆς ἀέναης ἐκείνης λιτανευτικῆς πομπῆς ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας στόν Νάρθηκα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας γιά νά εὐλογηθεῖ ἡ τράπεζα τῶν ἄρτων πού θά χορτάσει τόν πνευματικό μας λιμό καί θά θρέψει, ὡς οὐράνιο μάννα στήν ἐρημητική πορεία τοῦ κόσμου, τίς ὑπάρξεις μας.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἔχοντας βαθειά τήν συναίσθηση τῆς εὐθυνοφόρου διαδοχῆς τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί τοῦ νησιοῦ μας, Παύλου, καί τοῦ συνεκδήμου του, Ἀποστόλου καί Πρωτεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας μας, Τίτου, συνεχίζει τό δικό τους ἱεραποστολικό ἔργο, ἱερουργώντας μυστικά στίς καρδιές μας τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί καλλιεργώντας τήν ἄμπελο τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας καί σπείροντας ἀέναα τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ἄλλοτε «εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν» καί ἄλλοτε «ἐπὶ τὴν πέτραν» (πρβλ. Λουκ. η΄ 5-8), μέ τήν πεποίθηση ὅτι «Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στό γεώργιό Του καί Ἐκεῖνος εἶναι πού τελικά αὐξάνει καί καρποφορεῖ.
Ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἔτσι τό αἰσθάνομαι, ἔτσι τό βλέπω καί ἔτσι τό καταθέτω στήν ἀγάπη σας, κρατᾶ στό ἕνα του χέρι πότε τήν ἀξίνα καί πότε τό ποτιστήρι καί στό ἄλλο ἕνα εἰλητάριο μέ ἀποθησαυρισμένο τόν παύλειο λόγο πού ἀπεστάλη «πρός Τίτον» κάποτε καί πρός τούς Κρῆτες διαχρονικά. Ἀπό ἐκεῖ διαβάζει καί ἀπό ἐκεῖ μᾶς νουθετεῖ: «Σὺ δὲ λάλει ἃ πρέπει τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ. Πρεσβύτας νηφαλίους εἶναι, σεμνούς, σώφρονας, ὑγιαίνοντας τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ. Πρεσβύτιδας ὡσαύτως ἐν καταστήματι ἱεροπρεπεῖς, … καλοδιδασκάλους, ἵνα σωφρονίζωσι τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι, φιλοτέκνους, σώφρονας, ἁγνάς, οἰκουρούς, ἀγαθάς… Τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν, περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων…» (Τίτ. α΄ 1-7).
Ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος κάνει πράξη διαρκῶς τούς στίχους τοῦ τραγουδιοῦ πού τόν χαρακτηρίζει, γι᾿ αὐτό καί τό ἀγαπᾶ καί τό σιγοτραγουδᾶ συχνά-πυκνά: «Ν᾿ ἀγαπᾶς τά βουνά καί τά πέλαγα, τούς γνωστούς καί τούς ἄγνωρους τόπους, τά πουλιά, τά λουλούδια, τά σύννεφα, καί πολύ ν᾿ ἀγαπᾶς τούς ἀνθρώπους. Τά θεριά ν᾿ ἀγαπᾶς καί τ᾿ ἀνήμερα, τά νησιά, τά ποτάμια, τ᾿ ἀστέρια. Κι ἄν ποτέ σέ πληγώσουν κατάστηθα φίλοι, ἀγρίμια, λευκά περιστέρια, ν᾿ ἀγαπᾶς, νά ξεχνᾶς καί νά χαίρεσαι τή δική σου γαλήνη καί κεῖνα πού μ᾿ ἀγάπη τό νοῦ μας φωτίζουνε, καί βλασταίνουν ἀμάραντα κρίνα».
Τό γνήσια ἀσκητικό καί ὅλο ταπείνωση πρόσωπό Του φανερώνει πώς στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν πρόσωπα πού μέ τό νηπτικό καί καθαρό βλέμμα τους σαγηνεύουν καί πού μέ τή φωνή τους, ὅσο ἰσχνή καί ἄν φαίνεται, καθηλώνουν καί παραπέμπουν σέ μιά ἄλλη φωνή, αὐτήν πού ἐξέρχεται ἀπό τά ταμιεῖα τῶν ψυχῶν, αὐτή πού ἐγείρει σώματα καί ἀνασταίνει συνειδήσεις. Δέν ξέρω ἐάν ἀκουσθεῖ ὑπερβολικό, ἀλλά αἰσθάνομαι βαθειά πώς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔχει ἐνωτισθεῖ ἐκεῖνον τόν εὐαγγελικό λόγο καί ἀγωνίζεται νά εἶναι εὐθυγραμμισμένος σέ αὐτόν: «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 19). Γι᾿ αὐτό καί γίνεται πυξίδα σέ τούτους τούς καιρούς, πού χάνομε εὔκολα τόν προσανατολισμό μας. Γι᾿ αὐτό καί γίνεται τόπος καί τρόπος προσωπικῆς συνάντησης σέ τούτους τούς καιρούς πού καταφέραμε νά μήν συναντιόμαστε οὔτε μέ τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο.
Μετά ἀπό αὐτές τίς στάσεις, σκέπτομαι, προσπαθώντας νά ἀπαριθμήσω, μέσα μου πρῶτα καί ἔπειτα ἐνώπιόν σας, τίς ἀρετές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μας, πώς ἴσως τό καλύτερο σχῆμα μοῦ τό προσφέρει ἐκεῖνος ὁ μέγας παιδαγωγός τῆς ἐρήμου, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης «τῆς Κλίμακος», μέ τούς ἀναβαθμούς τῆς ἁγίας συγγραφῆς του, πού ἀνεβάζουν στόν οὐρανό. Θέλω νά βλέπω τόν Γέροντα τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας ὡς ἕνα ἀπό ἐκείνους τούς μελανοχίτωνες πού ἔχουν φθάσει στό ὑψηλότερο σκαλοπάτι, μετά ἀπό ἀγῶνα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, μετά ἀπό πτώσεις καί ἀναστάσεις, μέσα ἀπό λύπες καί χαρές, «διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, … ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. στ΄ 8-10).
Ἀναφέρω μονολεκτικά μερικά ἀπό αὐτά τά σκαλοπάτια πού τόν ὁδήγησαν ψηλά καί ὁ καθένας μας ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία, ἀπό τήν γεύση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο, θά ἔχει τήν εὐχέρεια συνειρμικά νά αἰσθανθεῖ πώς δέν λαθεύομε ὅταν λέμε πώς σέ ὅλα αὐτά τά σκαλοπάτια, σέ ἄλλο λιγότερο καί σέ ἄλλο περισσότερο, ἔκανε τή στάση του, ἔδωσε καί πῆρε, προπάντων ἀξιοποίησε, ἕτοιμος πάντα γιά τό ἑπόμενο. Ἀποταγή, ξενιτεία, ὑπακοή, μετάνοια, χαροποιό πένθος, ἀμνησικακία, σιωπή, ἁγνεία, ἀφιλαργυρία, ἀγρυπνία, πραότητα, ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, διάκριση, ἱερά ἡσυχία, προσευχή, ἀπάθεια, ἀγάπη, ἐλπίδα, πίστη.
Ὅλα αὐτά καί μαζί οἱ λέξεις ἀνιδιοτέλεια, ἱεροπρέπεια, σοβαρότητα καί σεμνότητα, στό Λεξικό τῶν συνώνυμων τῆς σκέψης μας συγκλίνουν σέ ἕνα ὄνομα: «Κρήτης Εἰρηναῖος».
Κρήτης Εἰρηναῖος. Εἰρηνικός καί εἰρηνευτής, εἰρηνόφιλος καί εἰρηνιστής, εἰρηνοποιός καί εἰρηνόδωρος, εἰρηνοφύλακας καί εἰρηνοδότης, εἰρηνώνυμος κατά τήν κλήση Του, πού ταίριασε τόσο ἁρμονικά, θαρρεῖς ἀπό πάντα, μέ τό χαρακτῆρα Του.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Μία ἐλεήμων καρδιά πού δέν κρατᾶ τίποτε γιά τόν ἑαυτό Του. Ὅλα γιά τούς ἀναγκεμένους, γιά τούς ἐλάχιστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, στούς ὁποίους δέν δίδει, ἀλλά δίδεται.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Ἕνας Δάσκαλος πού διδάσκει πώς νά βλέπεις στά μάτια τοῦ συνανθρώπου τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ χωρίς διακρίσεις καί ἀποκλεισμούς καί πώς, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ποιητής « Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος (ἔγινε) ὁ πρῶτος ξενιτεμένος, ἀνέστιος καί ἀλληλέγγυος γιά τήν ἀγάπη (αὐτοῦ) τοῦ συνανθρώπου Του». ( Ἐμμ. Δουνδουλάκης, Δεσμά ὑποβρύχια). Καί ἔτσι τελικά μετά ἀπό αὐτό τό μάθημα ζωῆς νά ραγίζεις ἤ ἀκόμη καλύτερα νά θρυμματίζεις, νά κονιορτοποιεῑς τή σκληροκαρδία σου.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Ἕνας ἀεικίνητος ἄνθρωπος πού χάνεται ἀνάμεσά μας κι αὐτό τόν ἀναδεικνύει περίβλεπτο, ἕνας ἀνθρωπος πού αὐτομειώνεται διαρκῶς καί ὅμως προσθέτει, πού λιγοστεύει καί ταυτόχρονα αὐξάνεται ὁ ἴδιος πνευματικά καί αὐξάνει τήν ἐκλογάδα πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Συνεχίζοντας τή μελέτη τοῡ βιβλίου τῆς ζωῆς του νομίζεις πώς διαβάζεις «Φιλοκαλία», «Εὐεργετινό», «Γεροντικό». Ἕνας ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ ἀνάμεσά μας. Ἕνας ἀναχωρητής μέσα στή βοή τῆς πόλης, πού σέ προκαλεῖ ἄθελά Του νά Τοῦ βάλεις μετάνοια, νά Τοῦ πεῖς «εὐλόγησον», νά πάρεις εὐχή, νά λάβεις τελικά εὐλογία, ἀπαντοχή, παρηγοριά, ἐλπίδα, ἀνάσα ζωῆς παρούσης καί μελλούσης.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Ἡ ὁσιακή καί ἀέρινη τρυφερόκαρδη μορφή, πού στούς ἀσθενικούς ὤμους της κι ἄν ἔχει σηκώσει πόνους ἀνθρώπων, καημούς καί βάσανα, στεναγμούς καί ἀνέχειες.
Κρήτης Εἰρηναῖος. Ἀνεπιτήδευτος, ὀτρηρός, ἀληθής Ποιμήν μέ εὐαγγελική πολιτεία. «Τύπος τῶν πιστῶν ἐν πᾶσι» (πρβλ. Τιμόθ. Α΄ δ΄ 12) καί ταυτόχρονα ἄνθρωπος τῆς διπλανῆς πόρτας γιά ὅλους, ἀδιάκριτα καί ἀνυπόκριτα. Ἐνσαρκωμένη ταπείνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνηση τῶν κατά κόσμον ἀναγνωρίσεων, σοφία τῶν «μωρῶν τοῦ Θεοῦ» πού καταισχύνει τούς δῆθεν «σοφούς» τοῦ κόσμου (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄ 27). Ἕλξη θεία πρός τό θεῖον καί ὄχι πρός ἑαυτόν.
Ναί, αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας. Ὅσο τόν παρατηρεῖς ἀνακαλύπτεις πώς κουβαλᾶ ἐκείνην τήν αἰώνια κληρονομιά τοῦ μεγάλου νησιοῦ μας μέ τίς ἱστορικές ἐναλλαγές, ἔχει κάτι ἀπό τόν Ἀνδρέα Κρήτης, κάτι ἀπό τόν Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, τόν Νίκωνα τόν «Μετανοεῖτε», τόν Ἰωάννη τόν Ξένο, τόν Ἰωάννη τόν Ἐρημίτη, τόν Μύρωνα καί τόν προκάτοχό του Γεράσιμο τόν Νεοϊερομάρτυρα.
Ὅσο τόν πλησιάζεις, ὅσο τόν ἀκοῦς, ὅσο τόν βλέπεις, κατανοεῖς πώς ὁ Κρήτης εἶναι ὅλος Κρήτη, εἶναι ὅλη ἡ Κρήτη, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται. Ἕνας ἀχθοφόρος παρακαταθήκης βαριᾶς, πολιτισμοῦ μοναδικοῦ, παράδοσης ἁγιασμένης στό διάβα τῶν αἰώνων, πού πολιτογράφησε πολῖτες τῆς ἀπάνω Κρήτης τοῦ οὐρανοῦ, πού θα ἔλεγε κι ὁ Πρεβελάκης.
Ναί, αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας. Ἕνας ἀκαταπόνητος ἀγωνιστής, ἕνας ἀθλητής τοῦ πνεύματος, πού ἀσκεῖται διαρκῶς νά κάνει πράξη αὐτό πού τόσο χαρακτηριστικά, μέ τόν δικό του μοναδικό τρόπο, ὡς αἰώνια σωστική προτροπή, ἔχει καταγράψει ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης: «Νὰ ξεπεράσης τὶς ἀρετές σου, ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Νὰ μὴν ἔχεις καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὶς ἀρετές, τὶς ἱκανότητες ἢ τὴν ἁγιότητά σου. Νὰ φθάσης στὸ μὴ ὄν. Τότε ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ χαρίζει δωρεὰν τὰ ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν. Καὶ τὰ χαρίζει στοὺς ταπεινούς, τὰ μωρά, τὰ ἀσθενῆ, τὰ ἀγενῆ, τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα. Γιατὶ τὰ μὴ ὄντα, ὡς μὴ ἔχοντα καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, δὲν νοθεύουν τὰ ἅγια, ἄσπιλα καὶ τίμια. Ἐνῶ oἱ «ἐνάρετοι», αὐτοὶ ποὺ παρ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἢ τὶς γνώσεις τους ἢ ἐξ αἰτίας αὐτῶν καὶ τῆς μεγάλης ἰδέας ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ μολύνουν καὶ νοθεύουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· τὸν ἀνακατεύουν μὲ τὶς δικές τους τοξίνες καὶ τὸν κάνουν ἀχώνευτο καὶ ἀποῤῥιπτέο ἀπὸ τὸ στομάχι τοῦ πεινασμένου ἀνθρώπου».
Ναί, αὐτά ἔχει ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος. Χριστομίμητη προσφορά πού Τόν ἀναδεικνύει καθημερινά σέ «Εὐαγγελιστή τῆς εἰρήνης». Δέν ἐπιθύμησε ποτέ «φιλόϋλον καὶ φιλοκτήμονα βίον» (πρβλ. τροπ. β΄ ᾠδῆς Μεγ. Κανόνος). Ἄγνωστες λέξεις στό λεξικό Του ἡ φιλαυτία, ἡ φιλοπρωτία, ἡ φιλαρέσκεια. Πολύ γνωστές ἡ φιλοθεΐα, ἡ φιλευσπλαχνία, ἡ φιλανθρωπία, ἡ φιλεργία, ἡ φιλοπονία, ἡ φιλοξενία Του. Μακριά ἀπό Ἐκεῖνον οἱ ἀνθρωπαρέσκειες, μέλημά Του «πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (πρβλ. Α΄Κορ. ζ΄ 32). Εὐχή μας νά γίνει τελικά καί κατόρθωμά Του.
Ἀγαπητοί μου, σᾶς κούρασα καί πρέπει νά σταματήσω. Βλέπετε δέν διδάχθηκα τίποτε ἀπό τήν σιωπή τοῦ τιμωμένου τόσα χρόνια. Ἄς μέ συγχωρήσει καί Ἐκεῖνος κι ἐσεῖς γιά τήν ἀπό μέρους μου καταπόνηση σας.
Πρίν ἀπό μία δεκαετία καί πλέον ἀναλάμβανε τούς οἴακες τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 2006, οἱ Συνοδικοί Συμπάρεδροι τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τόν ἄκουγαν μέ συγκίνηση, κατά τήν πρώτη Του φορά ἀπό τήν θέση τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, νά λέγει αὐτά τά ὁποῖα ἐκεῖνος πού ὁμιλεῖ, ἀπό τήν θέση τότε τοῦ Ἀρχιγραμματέως, κατέγραφε στά Πρακτικά Της:
«Εὐθύς ἀμέσως», τόνιζε τότε, «ἐκφράζω τήν ὁλόθυμον καί σφοδράν ἐπιθυμίαν μου, ὅπως συνεργασθῶ καί συναγωνισθῶ μεθ᾿ ὑμῶν, «ἕως ὑπάρχω», εἰς τούς ἀγῶνας καί τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν ἔχω ἄλλα ὄνειρα καί φιλοδοξίας. Μόνον νά διακονήσω τήν Ἐκκλησίαν μας ἐν πλήρει συμπνοίᾳ, ἀγάπῃ καί συνεργασίᾳ μετά πάντων ὑμῶν. Ἐν πνεύματι συνοδικῷ, ἀδελφικῷ καί συλλογικῷ. Δέν ἀπαιτῶ ἀλλά παρακαλῶ διά τήν συνεργασίαν πάντων ὑμῶν. Διά τήν Ἐκκλησίαν μας, τήν Ἐκκλησίαν Κρήτης, τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ λαόν αὐτῆς. Διά τήν Ἱστορίαν, τό παρόν καί τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας μας. Διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν πολλῶν, πολυπλόκων καί συνθέτων προβλημάτων τά ὁποῖα σήμερον ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Διά τήν συμμετοχήν πάντων ἡμῶν εἰς τά προβλήματα καί τούς πόθους τοῦ λαοῦ μας. Διά τήν ἀνταπόκρισίν μας εἰς τάς προσδοκίας καί τά ὄνειρά του. Διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν τοῦ λαοῦ μας. Διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ».
Ὅλη ἡ ζωή Του κλείνεται σ᾿ αὐτήν τήν ἀποστροφή, σ᾿ αὐτές τίς λέξεις. Ὅλη ἡ ζωή Του «διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ὅλη ἡ ζωή του ἕνα «Δόξα τῷ Θεῷ». «Δόξα τῷ Θεῷ», ἀπό Ἐκεῖνον, «πάντων ἕνεκεν». Ἀλλά καί «Δόξα τῷ Θεῷ» καί ἀπό ἐμᾶς πού τόν ἔχομε ἀνάμεσά μας, μαζί μας καί κοντά μας.
Σεβασμιώτατε, «δι᾿ εὐχῶν Σας» καί πάλι ὁ λόγος, φθάνοντας στήν κατακλεῖδα του, στρέφεται πρός Ἐσᾶς, πού ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας μαντιναδολόγος ἀπό τά Ἀνώγεια τῆς ἐπαρχίας μου:«Στό πρόσωπο σας φαίνονται ρυτίδες τίμιου κόπου, καί ἡ ὄψη ἑνός πανάρετου καί ἀληθινοῡ ἀνθρώπου»Καί «ἡ μετριοφροσύνη Σας καί ἡ ἁπλότητα σας, εἶναι τά ὅπλα τῆς τιμῆς καί τά παράσημα σας».
Ὅταν γιά πρώτη φορά ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ἀνεβαίνατε στό Θρόνο τοῦ περικαλλοῦς Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, Σᾶς εἴδαμε νά μᾶς κυττᾶτε στά μάτια ὅλους μαζί καί τόν καθένα χωριστά καί νά μᾶς ἀπευθύνετε, κατά τόν Ἐνθρονιστήριο Λόγο Σας, τούτους τούς λόγους:
«Εἶναι ἡ πρώτη πατρική καί ἀγαπητική ματιά μου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης… Ἦρθα σήμερα καί βρίσκομαι ἐδῶ, πού στέκομαι μόνον ἀπό ἀγάπη, ὅπως αὐτή βιώνεται εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, εἰς τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας μόνον ἀπό τήν διάθεση νά δώσω τά πάντα καί τήν ζωή μου σέ καιρό εἰρήνης, χωρίς νά θέλω νά πάρω τίποτα καί ἀπό κανέναν, μέ τήν πρόθεση νά διακονήσω, νά εἶμαι ὁ Διάκονος ὅλων ἀνεξαιρέτως, τῶν σεβασμίων Ἀρχιερέων τῆς Κρήτης, τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου μας, ἡ ὁποία ἑδρεύει εἰς τό Ἡράκλειον, τοῦ πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς καί ὅλης τῆς Κρήτης.
Μέ τή δίψα καί τό πόθο νά βοηθῶ, νά συμπαρίσταμαι σέ ὅλους, μέ ὅλες τίς δυνάμεις, μέ ὅσες δυνάμεις καί δυνατότητες μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, νά εἶμαι ταυτισμένος, ὀντολογικά καί ἀγαπητικά, μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἀναθέτει εἰς τούς ἀσθενικούς ὥμους μου ἀπό σήμερα. Μέ τήν ἐλπίδα καί τή χαρά, ὄχι μόνο νά ζήσω, ἀλλά καί νά θυσιαστῶ καί νά σταυρωθῶ καί νά ταφῶ, χάριν τῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους θά διακονήσω, γιά νά ἀναστηθῶ καί νά συνυπάρξωμεν ὅλοι μαζί εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Διακατέχομαι τούτη τήν ὥραν ἀπό τή λαχτάρα, νά εἶμαι καί νά φέρωμαι ὅπως οἱ Προφῆτες τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ Πατέρες, οἱ ἀδελφοί. Νά εἶμαι ὁ φίλος, ὁ πατέρας, ὁ ἀδελφός, ὁ ὑπηρέτης, ὁ βοηθός, ὁ συμπαραστάτης, ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων, ἡ χαρά ὅλων. Δέν ἐπιθυμῶ καί δέν ἐπιδιώκω τίποτε ἄλλο».
Σεβασμιώτατε, ὅλα αὐτά καταφέρνετε νά γίνονται ἀγαπητική πράξη, διακονία καί προσφορά, πηγή ἐλέους ἀλλά καί ἐμπνεύσεως γιά ὅλους μας καθημερινά. Σᾶς παρακαλοῦμε νά μᾶς κρατᾶτε στήν θεότευκτο, θεοφιλῆ καί θεοτερπῆ ἑνότητα πού ἀποτρέπει θεοστυγεῑς διχόνοιες καί ἔτσι νά μᾶς χαρίζετε πάντοτε τήν ἀγάπη Σας αὐτή, γιατί αὐτό τελικά εἶναι καί τό δικό Σας κριτήριο, ὅπως εἶναι καί θά εἶναι παντοτεινά τό κριτήριο τῶν διακόνων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν οἰκονόμων τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καί πάλι κατά τόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, «Ποιμένα ἀληθινόν ἀποδείξει ἀγάπη· δι᾿ ἀγάπην γάρ ὁ Ποιμήν ἐσταύρωται» («Κλῖμαξ» Ἰωάννου Σιναΐτου, Λόγος ἕτερος «Εἰς τόν Ποιμένα», 24).
Σᾶς εὐχαριστοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη πού ὑπάρχετε, πού ἀγωνιᾶτε, πού ἀγωνίζεστε, πού ἀντιστέκεστε, πού μᾶς ἐπιστηρίζετε, πού μᾶς διδάσκετε, πού μᾶς συγχωρεῖτε, πού μᾶς χαρίζετε ἀφειδώλευτα ἀπό τή σοφία καί τή σύνεσή Σας, πού προσεύχεσθε, πού λειτουργεῖτε γιά τόν Πατριάρχη μας καί τούς συγκυρηναίους Του στήν ἐσταυρωμένη Μητέρα μας Ἐκκλησία, πού λειτουργεῖτε γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ ἀποστολοβάδιστου νησιοῦ μας, γιά τούς συνεπισκόπους Σας, γιά τούς κληρικούς μας, γιά τίς μοναχικές μας ἀδελφότητες, γιά ἐμᾶς, γιά τά παιδιά, γιά τούς νέους, γιά τίς οἰκογένειες, γιά ὅλους, γιά τήν Κρήτη, γιά τήν Ἑλλάδα, γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού εὔχεσθε γιά τήν κατά Θεόν προκοπή μας, πού ζητᾶτε νά κρατήσουμε Ὅσια καί Ἱερά γιά νά κρατηθοῦμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού δακρύζετε καί πού χαμογελᾶτε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού δέν ἀναπαύεσθε λεπτό γιά νά μᾶς ἀναπαύετε πνευματικά συνεχῶς. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού κάνετε τό πᾶν γιά νά μᾶς μάθετε πῶς μπορεῖ νά ξαναβρεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀνθρωπιά της.
Ἔχετε τήν τιμή καί τό βαθύτατο σεβασμό μας, προπάντων ὅμως τήν ἀγάπη μας, Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε καί Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς μας Συνόδου, πολύτιμε, πολυτίμητε καί πολυφίλητε Γέροντα μας.
Ἕνας καλός συνεργάτης μας, ὁ κ. Γεώργιος Καλογεράκης, ἀνταποκρινόμενος στήν παράκληση μας συνέθεσε τοῦτα πού σᾶς ἀφιερώνομε αὐτήν τήν ὄμορφη γιά τήν Ἐκκλησία μας βραδυά.
Σεβάσμιέ μας γέροντα, κορφή τση Ἐκκλησίας,
πολύτιμε κι ἀστραφτερέ λίθε τσ’ Ὀρθοδοξίας,
στόν πόδα στέκεις που ’στεκεν μέ τοῦ Χριστοῡ τή χάρη
ὁ Τίτος, ὁ Ἀπόστολος, τση Κρήτης μας καμάρι.
Σαράντα τρία πορπατεῑς στήν Ἀρχιερωσύνη
τά ἔτη, μέ πραότητα καί ταπεινοφροσύνη.
Ἀναβαστάς στό ποίμνιο στσί πόνους του καί τώρα,
ὡς ἔδιαχνές το πάντοτες καί στῶ Χανιῶ τή χώρα.
Τσί χρόνους δέκα λουτρουγᾶς εἰς τό Μεγάλο Κάστρο
καί λάμπεις μές στήν Ἐκκλησά σάν τοῡ βοριᾱ τό ἄστρο,
καθώς μέ σέβας στέκουσι λαός κι ἀρχοντολόι
τση νήσου οὔλης γύρω σου, σάν ἀκριβό σου σόι.
Εὐωδιάζουν ἀρετές, τά μυροβόλα κρίνα,
ποιμνίου ξόμπλι ἀκριβό, θαμάζει σε γιά κεῑνα!
Χαρίζεις ἄφθαρτα κλειδιά καί μαργαριταρένια,
π’ ἀνοίγουν τοῡ Παράδεισου πόρτα μαλαματένια,
σάν πού στή στράτα τση τιμῆς τό ζάλο σου ξετρέχει
κι ὅποιος ξωπίσω σ’ ἀκλουθᾱ λειμώναν ἀπαντέχει.
Τά ἔτη να ’χεις περισσά ἀγῶνες σάν πασχίζεις,
σέ κάθε διάξη τση πρεπιᾶς!